ἐκπίνω

From LSJ
Revision as of 09:05, 5 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπίνω Medium diacritics: ἐκπίνω Low diacritics: εκπίνω Capitals: ΕΚΠΙΝΩ
Transliteration A: ekpínō Transliteration B: ekpinō Transliteration C: ekpino Beta Code: e)kpi/nw

English (LSJ)

[ῑ], A fut. ἐκπίομαι Amips.22.2, ἐκπιοῦμαι Arist.Rh.1393b31:—drink out or drink off, quaff liquor, Hom. only in Od., in Ep. aor., [ποτὸν] ἔκπῐεν 9.353; ἔκπιον [οἶνον] 10.237: pf. Pass., ὅσσα τοι ἐκπέποται 22.56, cf. Hdt.4.199; ἐκπίνουσ' ἀεὶ ψυχῆς.. αἷμα S.El.785; δι' αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπὸ χθονός A.Ch.66 (lyr.); ἐκπίνειν ὑστάτην πόσιν Antipho 1.20; also of bugs, ticks, and the like, drain, τὴν ψυχὴν ἐ. Ar.Nu.712; τὸ αἷμα Arist.Rh.1393b31:—Pass., σῶμα..ἐξεπόθη IG14.2002.
2 drain a cup dry, πλῆρες ἐ. κέρας S.Fr.483; μὴ 'κπιεῖν ἀλλ' ἢ μίαν (sc. κύλικα) Pherecr.143.9; ὅλην μύσας ἔκπινε Antiph.3, etc.; also ὡς ἔχιδν' ὑφειμένη λήθουσά μ' ἐξέπινες S.Ant.532.
3 metaph., ἐ. ὄλβον E.Hipp.[626]; τὰ χρήματα Pl.Com.9; ἀγρόν Alciphr.Fr. 6.2.
4 Pass., to be absorbed, Diog.Apoll.6.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [fut. -πίομαι Amips.21, -πιοῦμαι Arist.Rh.1393b31; aor. ind. tem. ἔκπιεν Od.9.353, aor. subj. pas. ἐκποθῇ Pherecr.152.7; perf. med.-pas. ἐκπέποται Od.22.56, Hdt.4.199]
I c. suj. de pers.
1 beber, beber totalmente, apurar ὣς ἐφάμην, ὁ δὲ δέκτο καὶ ἔκπιεν Od.9.353, cf. 10.237, Pl.Phd.117c, Amips.l.c., c. ac. int. ὑστάτην πόσιν Antipho 1.20, ὅλην μύσας ἔκπινε Antiph.4.1, c. ac. del recipiente οἴνου δ' ἐξέπιον κάδον Anacr.93.2, cf. CEG 465 (Licia V a.C.), πλῆρες ... χρύσεον κέρας S.Fr.483, ὅλον ... τὸν πίθον Luc.Herm.60, c. ac. de la bebida ἔκπιθι τὸ φρέαρ εἰσπεσών Men.Dysc.641, en v. pas. ὅσσα τοι ἐκπέποται καὶ ἐδήδοται Od.22.56, ὅπως ... πλεῖστος οἶνος ἐκποθῇ Pherecr.l.c., cf. Hdt.4.199
fig. ἐκπίνουσ' ἀεὶ ψυχῆς ... αἷμα S.El.785, Ἔρως ... τί μευ ... ἐκ χροὸς αἷμα ... πέπωκας; Theoc.2.56 (tm.), ἄχρις ... ἐκ δὲ πίω τὸν ἔρωτα hasta que beba tu amor Bio 1.49, c. ac. de pers. ὡς ἔχιδν' ὑφειμένη λήθουσά μ' ἐξέπινες como una víbora deslizándose a escondidas me has bebido (la sangre), Creonte dirigiéndose a Ismene, S.Ant.532.
2 beber por, brindar c. dat. de pers. ἔχων σκύπφον Ἐρξίωνι μεστὸν ... ἐξέπινον con la copa llena brindé por Erxión Anacr.103.2, cf. Hsch.
3 fig. consumir, devorar c. ac. no de líquidos ἐν μεγάλοις ποτηρίοις τὴν Ἀρσάκου βασιλείαν ἐκπιεῖν Posidon.63, τίνος ἄπιτε ἐκπιεῖν ἀγρόν; Alciphr.4.13.2
en v. med. derrochar οὐδ' ὅστις ... ἐκπίεται τὰ χρήματα Pl.Com.9.
II 1chupar, succionar totalmente (ὁ ἀράχνης) ἐκπίνων γάρ, ἄν τι ἐνῇ ὑγρόν Arist.HA 557b4, τὸ αἷμα de las garrapatas, Arist.Rh.l.c., fig. τὴν ψυχήν de las chinches, Ar.Nu.712.
2 absorber ὁ ἥλιος ... ἐκπίνει τὴν ἰκμάδα Hp.Vict.2.38, en v. pas. τὰ δ' αἵματ' ἐκποθέν<θ>' ὑπὸ Χθονὸς τροφοῦ la sangre absorbida por la Tierra nutricia A.Ch.66, τὸ δ' αἷμα ... ὑπὸ σαρκωδῶν ἐκπίνεται Diog.Apoll.B 6, σῶμα δὲ πρὸς γῆν καὶ λυθὲν ἐξεπόθη IUrb.Rom.1329.5 (II/III d.C.), ἐκπίνεται ἡ οἰκεία τῆς τριχὸς ὑγρότης por los perfumes, Arist.Fr.235
fig. ὁ θυμὸς αὐτῶν (βελῶν) ἐκπίνει μου τὸ αἷμα LXX Ib.6.4, ἐκ δὲ χλωρὸν αἷμα ... πέπωκεν ref. al manto de Heracles impregnado por el filtro de Deyanira, S.Tr.1055, αὐχμούς τ' ἐξελάσει σταχύων γλάγος ἐκπίνοντας arrancará la sequedad que consume la médula de las espigas de un antídoto, Orph.L.596, τὸν κείνης (μητρὸς) ἐξέπιεν θάνατον de un cervatillo que ha mamado leche envenenada AP 9.2 (Polyaen.).

German (Pape)

[Seite 773] (s. πίνω), austrinken; ἔκπιεν Od. 9, 353; ὅσσα τοι ἐκπέποται 22, 56; Aesch. Ag. 1371; αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπὸ χθονός Ch. 64, aufgetrunken; ὅπως πλεῖστος οἶνος ἐκποθῇ Phereer. Ath. XI, 481 c; a. com. oft; ἔκπιθι Men. Ath. X, 426 c; übtr., τὴν ψυχὴν ἐκπ. Ar. Nubb. 712; ἡ κατ' οἴκους ὡς ἔχιδνα λήθουσά μ' ἐξέπινες Soph. Ant. 528, vgl. El. 775; aussaugen, dah. erschöpfen, ὄλβον, χρήματα, Eur. Hipp. 626; Plat. com. bei Ath. X, 446 e.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκπίομαι, ao.2 ἐξέπιον;
Pass. f. ἐκποθήσομαι, ao. ἐξεπόθην, pf. ἐκπέπομαι;
1 boire en faisant couler de ; boire dans (un vase, une coupe, etc.);
2 boire jusqu'à la dernière goutte, vider ; p. anal., en parl. de la terre boire le sang (d'une blessure).
Étymologie: ἐκ, πίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπίνω: (ῑ) (fut. ἐκπίομαι, aor. 2 ἐξέπιον - эп. ἔκπιον; pass.: fut. ἐκποθήσομαι, aor. ἐξεπόθην, pf. ἐκπέπομαι)
1 выпивать (sc. ἡδὺ ποτόν Hom.);
2 пить, сосать (οἱ κυνοραισταὶ ἐκπίουσι τὸ αἷμα Arst.);
3 всасывать, поглощать, вбирать в себя (αἵματ᾽ ἐκποθένθ᾽ ὑπὸ χθονός Aesch.; ὁ ὀχετὸς ἐκπίνει τὸ ὕδωρ Arst.);
4 перен. высасывать, иссушать, истощать (ὡς ἔχιδνά τινα Soph.; ὄλβον Eur.);
5 выпивать, осушать (χρύσεον κέρας Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπίνω: ῑ: μέλλ. -πίομαι (ἴδε τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα πίνω)· ‒- πίνω ἔκ τινος, πίνω ὅλον τὸ προσφερόμενον ποτόν, ῥοφῶ, μόνον ἐν τῇ Ὀδ., κατ᾿ Ἐπ. ἀόρ., ὁ δὲ δέκτο (τὸ πλῆρες οἴνου κισσύβιον) καὶ ἔκπιεν Ι. 353· ἔκπιον τὸν κυκεῶνα Κ. 237· καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., ὅσσα τοι ἐκπέποται Χ. 56· τὸ τελευταῖον καὶ παρ᾿ Ἡροδ. 4. 199· ὡσαύτως ἐκπίνουσ᾿ ἀεὶ ψυχῆς... αἷμα Σοφ. Ἠλ. 785, πρβλ. Ἀντ 532· δι᾿ αἵματ᾿ ἐκποθένθ᾿ ὑπὸ χθονὸς Αἰσχύλ. Χο. 66· ἐκπίνειν ὑστάτην πόσιν Ἀντιφῶν 113. 30· ὡσαύτως ἐπὶ κόρεων, κροτώνων («τσιμπουριῶν») καὶ τῶν ὁμοίων, τὴν ψυχὴν ἐκπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 712· τὸ αἷμα Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 6. 2) πίνω ἕως εἰς τὸν πάτον, πλῆρες ἐκπ. κέρας Σοφ. Ἀποσπ. 420· μὴ ᾿κπιεῖν ἀλλ᾿ ἢ μίαν (ἐνν. κύλικα) Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 9· ὅλην μύσας ἔκπινε Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 4· καὶ συχνὸν παρὰ κωμ. ὡσαύτως, ὡς ἔχιδνά μ᾿ ἐξέπινες Σοφ. Ἀντ. 532. 3) μεταφ. ἐκπ. ὄλβον Εὐρ. Ἱππ. 626· τὰ χρήματα Πλάτ. Κωμ. «Αἱ ἀφ᾿ ἱερ.» 1· ἐκπ. ἀγρὸν Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 6. 4) προπίνω, «ἐξέπινον· ἀντὶ τοῦ προέπινον· κυρίως γάρ ἐστι τοῦτο προπίνειν» Ἀθήν. 498C.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἔκπιον, perf. pass. ἐκπέποται: drink up, drink dry. (Od.)

Greek Monolingual

ἐκπίνω (Α)
1. πίνω όλο το περιεχόμενο ποτηριού («ὅσα τοι ἐκπέποται και ἐδήδοται ἐν μεγάροισιν», Ιλ.)
2. ρουφώ, απορροφώ («αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπό χθονός», Αισχ.)
3. αδειάζω, εκκενώνω δοχείο
4. εξαντλώ, σπαταλώ («ὄλβον δωμάτων ἐκπίνομεν», Ευρ.)
5. πίνω στην υγεία κάποιου, κάνω πρόποση.

Greek Monotonic

ἐκπίνω: [ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ ἐξέπιον, Επικ. ἔκπιον·
1. πίνω από ή μονορούφι, πίνω μονορούφι οινοπνευματώδες ποτό, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και σε Παθ. παρακ., ἐκπέποται, στο ίδ., σε Ηρόδ.· αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπὸ χθονός, σε Αισχύλ.
2. «πίνω άσπρο πάτο», ρουφώ εντελώς, πλῆρες ἐκπ. κέρας, σε Σοφ.· μεταφ., ἐκπ. ὄλβον, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -πίομαι aor2 ἐξέπιον epic ἔκπιον
1. to drink out or off, quaff liquor, Od.: so, in perf. pass., ἐκπέποται Od., Hdt.; αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπὸ χθονός Aesch.
2. to drain a cup dry, πλῆρες ἐκπ. κέρας Soph.: metaph., ἐκπ. ὄλβον Eur.

Léxico de magia

beber por completo sangre de un gallo τὸ δὲ αἷμα ἀποδεξάμενος τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἔκπιε la sangre viértela en tu mano derecha y bébetela P IV 41