σαρόω

From LSJ
Revision as of 21:45, 19 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰρόω Medium diacritics: σαρόω Low diacritics: σαρόω Capitals: ΣΑΡΟΩ
Transliteration A: saróō Transliteration B: saroō Transliteration C: saroo Beta Code: saro/w

English (LSJ)

= σαίρω (B), sweep clean, τὴν οἰκίαν Ev.Luc.15.8, Artem.</au

German (Pape)

[Seite 864] = σαίρω, segen, kehren, οἰκίαν, N.T. u. Artemid. 2, 33; – übertr., umherjagen, umhertreiben, vom Sturme, διπλῶν μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον, Lycophr. 389, nach E. M. κλυδωνιζόμενον. – Doch ist σαρόω unatt., jüngeres u. schlechteres Wort als σαίρω, Lob. zu Phryn. p. 83.

French (Bailly abrégé)

σαρῶ :
balayer.
Étymologie: σάρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαρόω [σαίρω] schoonvegen.

Russian (Dvoretsky)

σαρόω: подметать (οἶκος σεσαρωμένος καὶ κεκοσμημένος NT).

Greek (Liddell-Scott)

σᾰρόω: σαίρω ΙΙ, σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω, τὴν οἰκίαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 8, Ἀρτεμίδ. 2. 33. - Παθ., οἶκος σεσαρωμένος Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 44, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, ἐπὶ σαρουμένου πράγματος, κῦμα… μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον Λυκόφρ. 389. Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 83.

English (Strong)

from a derivative of sairo (to brush off; akin to σύρω); meaning a broom; to sweep: sweep.

English (Thayer)

(for the earlier σαίρω, cf. Lob. ad Phryn., p. 83 (Winer's Grammar, 24,91 (87))), σάρω; perfect passive participle σεσαρωμένος; (σάρον a broom); to sweep, clean by sweeping: τί, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,33; (Apoll. Dysk., p. 253,7); Geoponica.)

Greek Monotonic

σᾰρόω: μέλ. -ώσω = σαίρω II, καθαρίζω με τη σκούπα, σκουπίζω, σαρώνω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., μτχ. παρακ. σεσαρωμένος, στο ίδ.

Middle Liddell

σᾰρόω, [from σᾰ́ρον] = σαίρω II]
to sweep clean, NTest.:— Pass., perf. part. σεσαρωμένος NTest.

Chinese

原文音譯:sarÒw 沙羅哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:打掃
字義溯源:打掃,掃除,打掃乾淨;源自(σαίνω / σιαίνομαι)X*=刷子),類似(σύρω)=拖拉*)
出現次數:總共(3);太(1);路(2)
譯字彙編
1) 打掃(2) 太12:44; 路15:8;
2) 打掃乾淨(1) 路11:25

Mantoulidis Etymological

(=σκουπίζω). Ἄλλος τύπος τοῦ σαίρω, ὅπου δές γιά παράγωγα.