ἐπιρρώομαι
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
old Ep. pres.: aor.1 Med. ἐπερρώσαντο:—
A apply one's strength to a thing, work lustily at it, c. dat., [μύλαις] δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες worked with might and main at the mill, Od.20.107; ἐπερρώοντ' ἐλάτῃσι A.R.2.661.
2. move nimbly, ποσσὶν ἐπερρώσαντο Hes.Th.8, cf. A.R.1.385 (tm.): c. acc. cogn., ἐπίρρωσαι δὲ χορείην urge the rapid dance, AP9.403 (Maec.).
3. follow rapidly, ἐπερρώοντο τιθήνῃ Coluth.101.
II. flow or stream upon (one's head), χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο his locks flowed waving from his head, Il.1.529; πλοχμοὶ.. ἐπερρώοντο κιόντι A.R.2.677.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐπερρωόμην;
s'agiter vivement, se démener : μύλαις δώδεκα ἐπερρώοντο γυναῖκες OD douze femmes travaillaient activement aux meules ; en parl. de cheveux flotter : κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο IL tomber en flottant de la tête du dieu.
Étymologie: ἐπί, ῥώννυμι.
German (Pape)
(ῥώομαι),
1 worauf niederrollen, herabrollen, ἀμβρόσιαι δ' ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο Il. 1.532, die Locken wallten von seinem Haupte hernieder; πλοχμοὶ ἐπερρώοντο κιόντι, es bewegten sich die Locken, als er ging, Ap.Rh. 2.677.
2 sich wobei anstrengen, mit allen Kräften woran arbeiten, μύλαις δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες, sie arbeiteten mit allen Kräften an den Mühlen, Od. 20.107; ἐπερρώοντ' ἐλάτῃσιν Ap.Rh. 2.661, 4.1633; ποσσὶν ἐπερρώσαντο, sie strengten sich mit den Füßen an, bewegten sich, tanzten, Hes. Th. 8; vgl. Qu.Sm. 11 (IX.403), ἐπίρρωσαι δὲ χορείην λάτριν, schwinge dich im Tanz, od. hebe den Tanz an; wogegen Ap.Rh. 1.385 ἐπὶ δ' ἐρρώσαντο πόδεσσι »sich darauf stützen« heißt. – Bei Coluth. 100 ist ἐπερρώοντο τιθήνῃ sie folgten eifrig.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρώομαι: быстро шевелиться, двигаться: ποσσὶν ἐ. Hes. кружиться в пляске; ἐ. χορείην Anth. быстро и мерно перебирать ногами (в давильне); χαῖται ἐπερρώσαντο κρατὸς ἀπ᾽ ἀθανάτοιο Hom. при этом колыхнулись кудри на бессмертной главе (Зевса); τῇσιν ἐπερρώοντο γυναῖκες Hom. на этих (мельницах) деятельно трудились (точнее суетились) женщины.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρώομαι: παλαιὸς Ἐπικ. ἐνεστ.: Μέσ. ἀόρ. α΄ ἐπερρώσαντο: - χύνομαι ἐπάνωθεν, ἐπὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο, οἱ δὲ θεῖαι τρίχες τῆς κόμης ἐχύθησαν κυματίζουσαι ἐκ τῆς ἀθανάτου κεφαλῆς τοῦ ἄνακτος, Ἰλ. Α. 529· πλοχμοί... ἐπερρώοντο κιόντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 677. 2) κινοῦμαι ἐλαφρῶς, ποσσὶν ἐπερρώσαντο, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ἐπιτεταμένως καὶ ἐρρωμένως καὶ ἐντόνως ἐχόρευσαν» Ἡσ. Θ. 8, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 385· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπίρρωσαι δὲ χορείην, κάμε τὸν χορὸν ζωηρότερον, γοργότερον, Ἀνθ. Π. 9. 403. 3) ἀκολουθῶ ταχέως, ἐπερρώοντο τιθήνῃ Κολοῦθ. 100. ΙΙ. καταβάλλω πᾶσαν τὴν δύναμίν μου εἴς τι, ἐργάζομαι μετὰ προθυμίας, μετὰ δοτ., ἔνθ’ ἅρα οἱ μύλαι εἵατο ποιμένι λαῶν· τῇσιν δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες, εἰργάζοντο πάσῃ δυνάμει, Ὀδ. Υ. 107· ὁμῶς δ’ ἐπὶ ἤματι νύκτα νήνεμον ἀκαμάτῃσιν ἐπερρώοντ’ ἐλάτῃσιν, ὡς τὸ Λατ. incumbere remis, ἡμέραν καὶ νύκτα ὁμοίως ἐν νηνεμίᾳ ἐκωπηλάτουν ἐντόνως, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 661. Πρβλ. ῥώομαι.
English (Autenrieth)
see ῥώομαι, ipf. ἐπερρώοντο, plied their toil at the milis, Od. 20.107; aor. ἐπερρώσαντο, flowed down; χαῖται, Il. 1.529.
Greek Monolingual
ἐπιρρώομαι (αρχ. επικ. ενεστ. αντί ἐπιρρώνυμαι) (Α) ρώομαι
1. βάζω όλες μου τις δυνάμεις, εργάζομαι εντατικά («μύλαι εἵατο..., τῇσιν... ἐπερρώοντο γυναῖκες ἄλφιτα τεύχουσαι», Ομ. Οδ.)
2. (για κωπηλάτες) κωπηλατώ με όλες τις δυνάμεις μου
3. (με δοτ. προσ.) ακολουθώ με ζήλο
4. (για μαλλιά) χύνομαι κυματίζοντας («ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐπιρρώομαι: αόρ. αʹ -ερρωσάμην·
I. 1. Μέσ., χύνομαι ή ξεχύνομαι επάνω, χαῖται ἐπερρώσαντο ἀπὸ κρατός, οι μπούκλες ξεχύθηκαν κυματίζοντας επάνω στο κεφάλι του, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κινούμαι ελαφρώς, σε Ησίοδ.· με σύστ. αντ., ἐπίρρωσαι χορείην, κάνε τον χορό ζωηρότερο, πιο γρήγορο, σε Ανθ.
II. βάζω όλη μου τη δύναμη, τα δυνατά μου σε κάτι, εργάζομαι με προθυμία για έναν σκοπό, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
aor1 -ερρωσάμην
I. Mid. to flow or stream upon, χαῖται ἐπερρώσαντο ἀπὸ κρατός his locks flowed waving from his head, Il.
2. to move nimbly, Hes.: c. acc. cogn., ἐπίρρωσαι χορείην urge the rapid dance, Anth.
II. to apply one's strength to a thing, work lustily at it, c. dat., Od.