ἀντίρρησις

From LSJ
Revision as of 15:18, 4 July 2024 by Spiros (talk | contribs)

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίρρησις Medium diacritics: ἀντίρρησις Low diacritics: αντίρρησις Capitals: ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΣ
Transliteration A: antírrēsis Transliteration B: antirrēsis Transliteration C: antirrisis Beta Code: a)nti/rrhsis

English (LSJ)

ἀντιρρήσεως, ἡ, gainsaying, altercation, ἀ. γίγνεταί τινι πρός τινα περί τινος Plb.2.7.7; controversy, Gal.Phil.Hist.24 D.; refutation of, D.S.1.38, J.Ap.2.1, Hermog.Id.1.8, Gal.1.131; counter-statement, POxy.68.11 (ii A. D.); reply, Phld.Rh.1.384S., al., Sign.7, cf. ΙΙ.

Spanish (DGE)

ἀντιρρήσεως, ἡ
• Grafía: tb. ἀντίρησις POxy.68.11 (II d.C.)
I altercado, controversia γενομένης τινὸς ἀντιρρήσεως τοῖς στρατιώταις πρὸς τοὺς στρατηγοὺς ὑπὲρ ὀψωνίων Plb.2.7.7, ἀντιρρήσεως γινομένης Plb.28.2.4.
II 1refutación καὶ ταύτην δὲ τὴν ἀπόφασιν οὐ πολλῆς ἀντιρρήσεως δεῖσθαι συμβέβηκε D.S.1.38, τήν τε ἀντίρρησιν ἐποιησάμην πρὸς Μανεθῶνα I.Ap.2.1, καὶ παυσαμένου μὴ εὐθέως ἐπιβάλλῃ τὴν ἀντίρρησιν Plu.2.39c, cf. Ammon.Diff.44, Gal.1.131, Hermog.Id.1.8 (p.262), A.D.Synt.215.9, 265.3, Coni.214.9
réplica πειρᾶταίτε Διονύσιος πρὸς ἃς φέρουσιν ἀντιρρήσεις οἱ παρ' ἡμῶν φιλοτεχνεῖν Phld.Sign.7.7, cf. Rh.1.384
sentencia en contra, condena ὅτι οὐκ ἔστιν γινομένη ἀντίρρησις ἀπὸ τῶν ποιούντων τὸ πονηρὸν ταχύ LXX Ec.8.11.
2 declaración contraria en un pleito ποιοῦμαι τὴν δαίουσαν ἀντίρησιν POxy.l.c., cf. SB 5357.12 (V d.C.).
III acción para evitar que se tome algo en prenda μηδεμιᾶς ἀποδόσεως [μήτε] ἀντιρρήσεως γεναμένης Mitteis Chr.2.240.23 (II d.C.).

Russian (Dvoretsky)

ἀντίρρησις: ἀντιρρήσεως ἡ
1 возражение, тж. спор (πρός τινα Polyb. и πρός τι Plut.);
2 опровержение (τῆς ἀποφάσεως Diod.).

German (Pape)

ἡ, Widerspruch, Widerlegung, Sp.; Streit, Pol. 18.25; πρός τινα 2.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίρρησις: ἀντιρρήσεως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐναντίος ἰσχυρισμός, ἀντιλογία, πρός τινα Πολύβ. 2. 7, 7· ἐναντιολογία, ἀναίρεσις, Διόδ. 1. 38.