πλινθεύω
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
A make into bricks, τὴν γῆν Hdt.1.179; πλινθεύω πλίνθους = make bricks, LXX Ge.11.3: abs., make bricks, Ar.Nu.1126, Ra.800, PCair.Zen.633.21,25 (iii B. C.), PLond.1.131.302 (i A. D.), Luc.Sacr.4:—Med., Th.2.78.
II build of brick, τείχη Id.4.67.
III Pass. πλινθεύομαι is variously expld. by Gramm. as to be changed into bricks, be built up with bricks, be tortured or be enslaved, EM367.43, etc.; to be duped, Hsch., Suid.
IV πλινθευομένη, ἡ, tax on brickmaking, POxy.502.44 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 636] γῆν, Erde zu Ziegeln brauchen, daher Ziegel streichen, brennen, Her. 1, 179, aus Ziegeln bauen, Ar. Nubb. 1126; ἐν ὀρύγματι ἐκαθέζοντο, ὅθεν ἐπλίνθευον τὰ τείχη, Thuc. 4, 67, vgl. 2, 78, wo das med. eben so gebraucht ist; Sp., wie Luc. πλινθεύειν ὑπ' ἀπορίας, sacrif. 4. – Auch die Gestalt eines Ziegels oder länglichen Vierecks geben, Ar. Ran. 800. – Suid. erkl. πλινθεύεται auch ἐξαπατᾶται.
French (Bailly abrégé)
1 transformer en briques (de la terre) acc.;
2 construire en briques, acc.;
Moy. πλινθεύομαι = cuire des briques pour soi.
Étymologie: πλίνθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλινθεύω [πλίνθος] bakstenen maken, stenen maken:; πλινθεύσουσι γάρ; gaan ze bakstenen maken? Aristoph. Ran. 800; ook med..; τάφρος... ἐξ ἧς ἐπλινθεύσαντο een groeve met het materiaal waarvan zij hun bakstenen maakten Thuc. 2.78; tot bakstenen maken: met acc..; π. τὴν γῆν van de grond bakstenen maken Hdt. 1.179.1; van bakstenen maken: met acc.. ὅθεν ἐπλίνθευον τὰ τείχη met het materiaal daaruit bouwden zij bakstenen muren Thuc. 4.67.1.
Russian (Dvoretsky)
πλινθεύω:
1 использовать для выделки кирпичей, превращать в кирпичи (γῆν Her.);
2 строить из кирпичей (τείχη Thuc.);
3 выделывать в форме кирпичей (πλαίσια Arph.);
4 вырабатывать кирпичи Arph.: πλινθεύεσθαι ἐκ τῆς τάφρου Thuc. приготовлять себе кирпичи из (глины вырытой из) рва.
Greek Monolingual
Α πλίνθος
1. χρησιμοποιώ χώμα για την κατασκευή πλίνθων («ὀρύσσοντες ἅμα τὴν τάφρον ἐπλίνθευον τὴν γῆν ἐκ τοῦ ὀρύγματος», Ηρόδ.)
2. πλάθω και κόβω πλίνθους, πλινθουργώ
3. οικοδομώ, κατασκευάζω κτίσμα από πλίνθους
3. κατασκευάζω κάτι σε σχήμα πλίνθου, επιμήκους τετραγώνου
4. μέσ. πλινθεύομαι
(κατά το λεξ. Σούδα) «πλινθεύεται
ἐξαπατᾱται»
5. (το θηλ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ πλινθευομένη
ειδική φορολογία για την κατασκευή πλίνθων.
Greek Monotonic
πλινθεύω: μέλ. -σω (πλίνθος)·
I. κατασκευάζω με πλίνθους δηλ. τούβλα, τὴν γῆν, σε Ηρόδ.· απόλ., κατασκευάζω πλίνθους, σε Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ.
II. χτίζω από πλίνθους, τείχη, στον ίδ.
III. κατασκευάζω κάτι σε σχήμα πλίνθου ή τούβλου, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πλινθεύω: (πλίνθος) κατασκευάζω τι εἰς πλίνθους, τὴν γῆν Ἡρόδ. 1. 179· ― ἀπολ., κατασκευάζω πλίνθους, Ἀριστοφ. Νεφ. 1126, Λουκ. π. Θυσιῶν 4, Ἑβδ. (Γεν. ΙΑϳ, 3)· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Θουκ. 2. 78. ΙΙ. κτίζω, κατασκευάζω διὰ πλίνθων, τείχη Θουκ. 4. 67. ΙΙΙ. κατασκευάζω τι ἐν εἴδει πλίνθου, πλαίσια Ἀριστοφ. Βάτρ. 800. IV. ἕτεραι ἑρμηνεῖαι παρέχονται τοῦ παθητικοῦ παρά τινι ἀγνώστῳ συγγραφεῖ, ἴδε Α. Β. 187, Λεξικ. Ρητ. 253, Ἐτυμολ. Μέγ. 367 43, Ἡσύχ., Σουΐδ.
Middle Liddell
πλινθεύω, fut. -σω πλίνθος
I. to make into bricks, τὴν γῆν Hdt.:—absol. to make bricks, Ar.;—so in Mid., thuc.
II. to build of brick, τείχη Ar.
III. to make in the form of a plinth or brick, Ar.