πέταυρον

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέταυρον Medium diacritics: πέταυρον Low diacritics: πέταυρον Capitals: ΠΕΤΑΥΡΟΝ
Transliteration A: pétauron Transliteration B: petauron Transliteration C: petavron Beta Code: pe/tauron

English (LSJ)

v. πέτευρον.

German (Pape)

[Seite 605] τό, Stange, Latte, s. πέτευρον. Bei Pol. 8, 6, 8 Gerüste der Seiltänzer.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
perche sur laquelle les poules se posent la nuit ou latte sur laquelle les poules se posent la nuit, perchoir, juchoir.
Étymologie: πετάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

πέταυρον: и πέτευρον τό
1 насест Arph., Theocr.;
2 помост, подмостки Polyb.

Greek Monolingual

το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑ
λεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές
νεοελλ.
λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυση
μσν.-αρχ.
σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες
2. καταπακτή, παγίδα
αρχ.
1. κάθε επίμηκες ξύλο
2. ικρίωμα, εξέδρα
3. κατάστιχο για καταγραφή λογαριασμών δημόσιας διαχείρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Πιο πιθανή γραφή της λ. θεωρείται η πέτευρον, ενώ ο τ. πέτ-αυ-ρον απαντά μεταγενέστερα σε παρ. της λ. καθώς και στις λ. petaura, petaurista τις οποίες δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική. Ο τ. πέτευρον / πέταυρον είναι σύνθ. < πετά (άλλος τ. της πρόθεσης πεδά) και τη λ. αὔρα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. πετᾱ(F)ορον, παρλλ. τ. του πεδᾱ(F)ορον, αιολ. και δωρ. τ. του μετέωρον, οπότε η δίφθογγος -ευ- του πέτευρον είτε αποτελεί υπερδιορθωμένη μορφή του -αυ- είτε προέρχεται από την παρλλ. παρουσία τών τ. -ήFορον, -ᾱFορον. Ωστόσο, προβλήματα γεννά η παρουσία σε μια αττική λ. του σπάνιου και διαλεκτικού τ. πετά (βλ. πεδά). Τέλος, η άποψη ότι η λ. πέτευρον (< petě-wro) συνδέεται με το ρ. πέτομαι «πετώ» και έχει σχηματιστεί με τρόπο ανάλογο με αυτόν του ἄλευρον παραμένει ανεπιβεβαίωτη τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική άποψη].

Greek (Liddell-Scott)

πέταυρον: ἢ πέτευρον, τό, σανὶς ἐφ’ ἧς κοιμῶνται αἱ ὄρνιθες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 667, Θεόκρ. 83. 13, ― ἀμφότεροι ἐν· τῷ τύπῳ πέτευρον· ἐντεῦθεν πᾶν ξύλον, «κοντάρι» ἢ σανίς, Λυκόφρ. 884. ΙΙ. ἐλαστική τις σανὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κυβιστῶσι θαυματοποιοῖς καὶ σχοινοβάταις, Μανέθων 6. 444, Lucil. παρὰ Fest. Juvenal. 14. 265, κτλ.· ― καθόλου, ἰκρίωμα, Πολύβ. 8. 6, 8. ΙΙΙ. «εἶδος παγίδος» Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τοῦ πέδαυρος, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ μετέωρος), πρβλ. τὸ τῆς λαλουμένης πέταυρον.

Greek Monotonic

πέταυρον: ή πέτευρον, τό, ξύλο οπου κουρνιάζουν τα πουλιά το βράδυ, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

πέταυρον, ορ πέτευρον, ου, τό,
a perch for fowls to roost at night, Theocr. [deriv. uncertain]