σθένος

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σθένος Medium diacritics: σθένος Low diacritics: σθένος Capitals: ΣΘΕΝΟΣ
Transliteration A: sthénos Transliteration B: sthenos Transliteration C: sthenos Beta Code: sqe/nos

English (LSJ)

εος, τό,

   A strength, might, esp. bodily strength, freq. in Il., less freq. in Od.; κάρτεΐ τε σθένεΐ τε Il.17.329; ἀλκῆς καὶ σθένεος ib. 499; χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει 20.361; ποδῶν χειρῶν τε σ. Pi.N.10.48; opp. φρήν, ib.1.26; γνῶμαι πλέον κρατοῦσιν ἢ σθένος χερῶν S.Fr. 939: c.inf., ἐν δὲ σ. ὦρσεν ἑκάστῳ . . πολεμίζειν strength to war, Il.2.451; σ. ποιεῖν εὖ φερέγγυον A.Eu.87; σ. ὥστε καθελεῖν E.Supp.66 (lyr.): less freq. of the force of things, as of a stream, Il.17.751; σ. ἀελίου Pi.P.4.144; [ἄρουραι] σθένος ἔμαρψαν Id.N.6.11: σθένει by force, S.OC 842 (lyr.), E.Ba.953; λόγῳ τε καὶ σθένει both by right and might, S. OC68; ὑπὸ σθένους E.Ba.1127; παντὶ σθένει with all one's might, freq. in treaties, SIG122.6, al., Foed. ap. Th.5.23, Pl.Lg.646a—the only phrase in which early prose writers use the word (cf. infr. 111); found in LXX, Jb.4.10, al.    2 later, generally, strength, might, power, moral as well as physical, ἀνάγκης A.Pr.105; τῆς ἀληθείας S.OT369; ἀγγέλων σ. their might or authority, A.Ch.849: c. gen. obj., ἀγωνίας σ. strength for conflict, Pi.P.5.113 (s.v.l., -ίαις Bgk.); εἰ σ. λάβοιμι if I should gain strength enough, S.El.333, cf. 348, etc.    II a force of men, Il.18.274; ἐπελθὼν οὐκ ἐλάσσονι σ. S.Aj.438: but in both places sense 1.1 is more prob.    2 metaph., quantity, profusion, σ. πλούτου Pi.I.3.2; ὕδατος, νιφετοῦ, Id.O.9.51, Fr.107.11.    III periphr., like βίη, ἴς, μένος, σ. Ἰδομενῆος, Ὠρίωνος, Ὠαρίωνος, etc., for Idomeneus, Orion, etc. themselves, Il.13.248, 18.486, Hes.Op.598, etc.; σ. ἵππων, ἵππιον, Id.Sc.97, Pi.P.2.12, etc.:—in Pl. Phdr.267c, Χαλκηδονίου σ. is ironical.

German (Pape)

[Seite 877] τό, Stärke, Kraft, Gewalt; oft in der Il. u. bei Hes., in der Od. selten; bes. Körperkraft; τοὶ σθένος οὐκ ἐπιεικτόν, vom Zeus, Il. 8, 32; τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπ αδνόν, vom Löwen u. Eber 7, 257, vom Ochsen Od. 18, 373; χειρῶν καὶ σθένεος πειρήσομαι, 21, 282; ὅσσον μὲν ἐγὼ δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει, Il. 20, 361; Muth, ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ ἄλληκτον πολεμίζειν, 2, 451, vgl. 11, 11. 14, 151; τῶν δὲ σθένος ὄρνυται αἰέν, 11, 827; εὐξάμενος Διῒ πατρὶ ἀλκῆς καὶ σθένεος πλῆτο φρένας, 17, 499. – Heeresmacht, das Heer, 18, 274; Gewalt über Andere, Macht, 16, 542. – Seltener von leblosen Dingen, wie von der reißenden Gewalt eines Stromes, 17, 751. – Wie ἴς u. βίη dicut es auch zur Umschreibung einer Person, σθένος Ἰδομενῆος, Ὠρίωνος, 13, 248. 18, 486 u. a. – Γυίων, Pind. N. 5, 39; χειρῶν σθένει νικᾶσαι, 10, 48; ἡμιόνων σθένος ζεῦξον, Ol. 6, 22; auch ἐντέων, P. 5, 32; ὕδατος, Ol. 9, 51; πλούτου, I. 3, 2; ἀγωνίας, P. 5, 106; oft bei Tragg.: τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ' ἀδήριτον σθένος, Aesch. Prom. 105; ἀκάματον παρῆν σθένος ἀνδρῶν, Pers. 869; οὗτος δὲ τίς λόγῳ τε καὶ σθένει κρατεῖ; Soph. O. C. 68, von der Herrschergewalt, εἰ λάβοις σθένος, El. 340, vgl. 325; geistig, die Kraft wozu haben, Etwas können, Eur. oft. – Auch in Prosa: Plat. Phaedr. 267 c; φεύγειν παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατόν, Legg. I, 646 a, wie εὐλαβεῖσθαι παντὶ σθένει, IX, 854 b; so auch Xen. Cyr. 6, 1, 42. 8, 5, 25.

Greek (Liddell-Scott)

σθένος: -εος, τό, ἰσχύς, δύναμις, μάλιστα δὲ σωματικὴ ῥώμη, πρῶτον ἐν τῇ Ἰλ., ἔνθα εἶναι λίαν συχνόν, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῇ Ὀδ.· κάρτεΐ τε σθένεΐ τε Ἰλ. Ρ. 329· ἀλκῆς καὶ σθένεος αὐτόθι 499· χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει Υ. 361· οὕτω, ποδῶν χερῶν τε σθ. Πινδ. Ν. 10. 90· ἀντίθετον τῷ φρήν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 39· γνῶμαι πλέον κρατοῦσιν ἢ χειρῶν σθ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 676· ― μετ’ ἀπαρεμφ., σθ. πολεμίζειν, ἰσχὺς πρὸς πόλεμον, Ἰλ. Β. 451· σθ. ποιεῖν εὖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 87· σθ. ὥστε καθελεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 66· ― σπανιώτερον ἐπὶ τῆς ἰσχύος ἢ ὀρμῆς πραγμάτων, οἷον ῥεύματος ὕδατος, Ἰλ. Ρ. 751· οὕτω, σθ. ἀελίου Πινδ. Π. 4. 256· σθένος ἔμαρψαν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 20· ― σθένει, διὰ τῆς βίας, Σοφ. Ο. Κ. 842, Εὐρ. Βάκχ. 953· λόγῳ τε καὶ σθένει, μὲ λόγον καὶ μὲ δύναμιν σωματικήν, Σοφ. Ο. Κ. 68· οὕτως, ὑπὸ σθένους Εὐρ. Βάκχ. 1127· παντὶ σθένει, μὲ ὅλην τὴν δύναμιν, Θουκ. 5. 23, Πλάτ. Νόμ. 646Α, κτλ., ― ἡ μόνη φράσις, ἐν ᾗ οἱ πεζογράφοι μεταχειρίζονται τὴν λέξιν· ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2) μετέπειτα, ἰσχύς, κράτος, δύναμις παντὸς εἴδους ἠθική τε καὶ φυσική, ἀνάγκης Αἰσχύλ. Ἡρ. 105· τῆς ἀληθείας Σοφ. Ο. Τ. 369· ἀγγέλων σθ., ἡ δύναμις ἢ τὸ κῦρος αὐτῶν, Αἰσχύλ. Χο. 849· μετὰ γενικ. τοῦ ἀντικειμένου, ἀγωνίας σθ., ἰσχὺς πρὸς ἅμιλλαν, πρὸς ἀγῶνα, Πινδ. Π. 5. 151· εἰ σθ. λάβοιμι, ἐὰν εἶχον ἀρκετὴν δύναμιν, Σοφ. Ἠλ. 333, πρβλ. 348· κτλ. ΙΙ. στρατιωτικὴ δύναμις, στράτευμα, ὡς τὸ δύναμις, Ἰλ. Σ. 274· ἐπελθὼν οὐκ ἐλάσσονι σθ. Σοφ. Αἴ. 438. 2) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. vis, ἀντὶ τοῦ copia, ἀφθονία, δαψίλεια, σθ. πλούτου Πινδ. Ι. 3. 3· ὕδατος, νιφετοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 77, Ἀποσπ. 74. 8. ΙΙΙ. ἐν περιφράσει ὡς τὰ βίη, ἴς, μένος, οἷον, σθένος Ἰδομενῆος, Ὠρίωνος κτλ., ὁ Ἰδομενεὺς αὐτός, ὁ Ὠρίων κτλ., Ἰλ. Ν. 248, Σ. 486, Ἡσίοδ., κλ.· σθ. ἵππων, ἵππιον ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 97, Πινδ. Π. 2. 22· κτλ.· ― τὸ παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 267C, Χαλκηδονίου σθ. εἶναι εἰρωνικόν. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σθένος· δύναμις, βία, ἰσχύς».

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 force physique, vigueur ; périphr. σθένος Ἰδομενῆος IL, Ὠρίωνος IL la force d’Idoménée, d’Orion, càd Idoménée, Orion (cf. βίη, ἴς, μένος);
2 force, puissance (de la nécessité, de la vérité);
3 force provenant des ressources, de la quantité, de l’abondance ; d’où en parl. d’hommes une force, des forces, une armée (cf. δύναμις).
Étymologie: R. Στα, se tenir debout ; v. ἵστημι.