σπεῖρον

From LSJ
Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπεῖρον Medium diacritics: σπεῖρον Low diacritics: σπείρον Capitals: ΣΠΕΙΡΟΝ
Transliteration A: speîron Transliteration B: speiron Transliteration C: speiron Beta Code: spei=ron

English (LSJ)

τό,

   A piece of cloth, Hom. (only in Od.), εἴλυμα σπείρων a wrapping cloth, 6.179; σπεῖρα κακά sorry wraps, of a beggar, 4.245; αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται without a cerecloth or shroud, 2.102, cf. 19.147, 24.137; σπεῖρον καὶ ἐπίκριον sail and sailyard, 5.318; πείσματα καὶ σπεῖρα [where the ult. is long in arsi] 6.269 (v.l. σπείρας):—later, garment, νυμφιδίου σπείροιο καλύπτρη Euph. 107; cf. σπειρίον.

German (Pape)

[Seite 919] τό, ein Gewand od. Tuch rum Umwickeln od. Umhüllen, bes. ein als Kleid dienendes Tuch, ein Umwurf zur Umhüllung des Leibes; εἴλυμα σπείρων, ein Umschlag um gewaschene Gewänder, Od. 6, 179; κακὰ σπεῖρα, schlechte Hüllen, von den Lumpen eines Bettlers. 4, 245; Leichentuch, 2, 102. 19, 147. 24, 137; Segeltuch, 5, 318. 6, 269; νυμφιδίου σπείροιο παρακλίνασα καλύπτρην, Euphorion bei Schol. Eur. Phoen. 688.

Greek (Liddell-Scott)

σπεῖρον: τό, τεμάχιον ὑφάσματος, Ὅμηρ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), εἴλυμα σπείρων, ὕφασμα περιτυλίσσον, Ζ. 179· κακὰ σπεῖρα, ἐλεεινὰ ἐνδύματα, ἐπὶ ἐπαίτου, Δ. 245· αἴκεν ἄτερ σπείρου κῆται, ἄνευ σαβάνου, Β. 102, Τ. 147, Ω. 137· σπεῖρον καὶ ἐπίκριον, ἱστίον καὶ ἀντέννα, Ε. 318· πείσματα καὶ σπεῖρα [[[ἔνθα]] ἡ λήγουσα εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει], Ζ. 269· ἴδε Nitzsch εἰς Κ. 32· - παρὰ μεταγεν., ἔνδυμα, φόρεμα, νυμφιδίου σπείροιο καλύπτρη Εὔφορ. 48· πρβλ. σπειρίον. - Καθ’ Ἡσύχ. «τὸ καλὸν ἱμάτιον καὶ τὸ ῥακῶδες».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bande de toile pour envelopper, d’où
1 tissu, vêtement ; τὰ σπεῖρα haillons;
2 linceul, suaire;
3 voile de navire.
Étymologie: σπείρω ; cf. σπεῖρα¹.

English (Autenrieth)

(cf. σπάρτον, σπείρω): any wrap, garment, shroud, sail, Od. 5.318, Od. 6.269.