ὀμίχλη
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
(
A ὁμ- Eust.117.33 and v. infr. ; a form ὄμιχλ-λα is condemned by Hdn. Philet.p.445 P.), ἡ, mist, fog (not so thick as νέφος or νεφέλη, Arist. Mete.346b33, cf. Mu.394a19), Hom. only in Il. ; εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην 3.10 ; so Thetis rises from the sea, ἠΰτ' ὀμίχλη 1.359 ; ὁ. καὶ δρόσος Ar.Nu.330 ; κονίης ὀμίχλην Il.13.336 ; ὀμίχλη ἐγένετο X.An.4.2.7, etc. : metaph., ὄσσοις ὁμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων A.Pr.145(lyr.). 2 cloud-like darkness, gloom, κατὰ νυκτὸς ὀ. AP5.228 (Maced.), cf. Orph.A.521, etc. 3 the steam of cookery, Mnesim.4.64. (Cf. Lith. miglà 'mist.)
Greek (Liddell-Scott)
ὀμίχλη: ἡ, Ἰων. ὀμίχλη, Δωρ. ὀμίχλα, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε Ἡρῳδιαν. 445 Piers.· (ἴδε ὀμιχέω)· - ὡς καὶ νῦν, ὁμίχλη, κοινῶς «καταχνιά», οὐχὶ τόσον πυκνὴ ὅσον τὸ νέφος ἢ νεφέλη, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 4, πρβλ. π. Κοσμ. 4, 4, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ.· εὖτ’ ὄρεος κορυφῇσι νότος κατέχευεν ὀμίχλην Γ. 10 οὕτως ἡ Θέτις ἀνέρχεται ἐκ τῆς θαλάσσης, ἠΰτ’ ὀμίχλη Α. 359, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 330· κονίης ... ὀμίχλην αὐτόθι Ν. 336 ὀμίχλη ἐγένετο Ξεν. Ἀν. 4. 2, 7, κτλ.· - μεταφορ., ὄσσοις ὀμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων Αἰσχύλ. Πρ. 144 (λυρ.). 2) σκότος, ζόφος ὅμοιος μὲ νέφος, ἀχλύς, κατὰ νυκτὸς ὀμ. Ἀνθ. Π. 5. 229, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 519, κτλ. 3) ἀχνὸς τοῦ μαγειρείου, τοιάδε δόμους ὀμίχλη κατέχει πάντων ἀγαθῶν ἀνάμεστος Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 64.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. et épq. c. ὁμίχλη.