σφάλμα
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
ατος, τό,
A trip, stumble, false step, AP7.634 (Antiphil.), Man.4.289. 2 a glide, in a surgical operation, Heliod. ap. Orib. 49.8.38, Ruf. ib.49.28.13. II metaph., 1 fall, failure, defeat, Hdt.7.6, 9.9, Th.5.14 (pl.), etc.; σφάλματα ποιοῦντες causing losses, Pl.Plt.298b. 2 fault, error, Hdt.1.207, 7.10.ζ ; τὰ πρόσθε σ. E.Andr.54, Supp.416, cf. Pl.Tht.168a, R.487b, Phld.Rh.1.348 S., Gal.6.68.
Greek (Liddell-Scott)
σφάλμα: τό, σκόνταμμα, παραπάτημα, Ἀνθ. Π. 7. 634, Μανέθων 4. 289. ΙΙ. μεταφορ., 1) πτῶσις, ἀποτυχία, ἧττα, ζημία, Ἡρόδ. 7. 6., 9. 9, Θουκ. 5. 14, κτλ.˙ σφάλματα ποιεῖν, προξενῶ ἀπωλείας, Πλάτ. Πολιτικ. 298Β. 2) ὡς καὶ νῦν, σφάλμα, ἁμάρτημα, λάθος, Ἡρόδ. 1. 207., 7. 10, 6˙ τὰ πρόσθε σφ. Εὐρ. Ἀνδρ. 54, Ἱκέτ. 416, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167Ε, Πολ. 487Β. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 491.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 malheur, revers;
2 erreur, égarement, faute.
Étymologie: σφάλλω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ σφάλλω
παράπτωμα, λάθος (α. «δεν ομολογεί ποτέ το σφάλμα του» β. «πᾱν πρῆγμα τίκτει σφάλματα, ἐκ τῶν ζημίαι μεγάλαι φιλέουσι γίνεσθαι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αβλεψία, ανακρίβεια («ο λόγος του είναι γεμάτος φραστικά σφάλματα»)
2. μαθημ. η διαφορά μεταξύ μιας αληθούς τιμής και μιας εκτίμησης ή προσέγγισης της τιμής αυτής
3. (ψυχολ.) διαφορά ανάμεσα στον παρατηρούμενο βαθμό και στον πραγματικό βαθμό ενός υποκειμένου σε δοκιμασία
αρχ.
1. σκόνταμμα, παραπάτημα
2. (για χειρουργική επέμβαση) διολίσθηση
3. αποτυχία, ήττα
4. φρ. «σφάλματα ποιῶ» — γίνομαι αίτιος απωλειών (Πλάτ.).