χηρεύω

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηρεύω Medium diacritics: χηρεύω Low diacritics: χηρεύω Capitals: ΧΗΡΕΥΩ
Transliteration A: chēreúō Transliteration B: chēreuō Transliteration C: chireyo Beta Code: xhreu/w

English (LSJ)

intr.,

   A to be without, lack, c. gen., νῆσος ἀνδρῶν χ. Od.9.124, cf. Plu. Pomp.28, Ael.NA4.59: γῆ χ. τῶν ἐκπονούντων Alciphr.3.25; ὁλκὰς τῶν ἐμπλεόντων χηρεύουσα Hld.1.1; τῶν τῆς Ἀφροδίτης ὀργίων χ. Ach. Tat.4.1; οὐδέποτε χ. τῶν ὄντων τινὸς ὁ κόσμος Herm. ap. Stob.1.41.6; χ. ἀπό τινος Steph. in Hp.1.219 D.    2 abs. of a woman, to be widowed, live in widowhood, Is.6.51, D.30.11,33; of birds, Arist. Fr.347; also of men, to be a widower, Plu.Cat.Ma.24:—Med., χηρεύσῃ λέχος E.Alc.1089.    3 live in solitude, of a fugitive, S.OT479 (anap.).    II trans., bereave, E.Cyc.440; πεσὼν χηρεύσει σύνοικον Aphth.Prog.13.

German (Pape)

[Seite 1354] 1) intrans., leer od. öde sein, τινός, νῆσος ἀνδρῶν χηρεύει Od. 9, 124; bes. des Gatten od. der Eltern beraubt, also verwittwe't, verwais't sein, im Wittwenstande leben, Is. 6, 51 Dem. 30, 11 u. sam sein, μέλεος μελέῳ ποδὶ χηρεύων Soph. O. R. 479; Eur. Alc. 1092. – 2) trans., leer, öde machen, berauben, bes. zur Wittwe od. Waise machen, τινά τινος, Sp., wie man auch Eur. Cycl. 440 nehmen kann.

Greek (Liddell-Scott)

χηρεύω: (χῆρος) ἀμετάβ., στεροῦμαι, μετὰ γεν., νῆσος ἀνδρῶν χ. Ὀδ. Ι. 124· χηρεύσει πολλῶν Θέογν. 956Β, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. 2) ἀπολ, στεροῦμαι τοῦ ἀνδρός μου, χηρεύω, ζῶ ἐν χηρείᾳ, Ἰσαῖος 61. 22, Δημ. 867, 4., 873. 11, Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, κλπ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἀνδρῶν, εἶμαι χῆρος, Πλάτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24· χηρεύσει λέχος Εὐρ. Ἄλκ. 1089. 3) ζῶ ἐν ἐρημίᾳ, ἐπὶ ἐξορίστου, Σοφ. Ο. Τ. 479. ΙΙ. μεταβ., στερῶ, ἀποστερῶ, Εὐρ. Κύκλ. 440 (ἴδε ἐν λ. σίφων)· - ἡ χρῆσις ἡ ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 543 εἶναι ἀμφίβ.

French (Bailly abrégé)

1 être vide : ἀνδρῶν OD d’hommes;
2 être veuf ou veuve;
3 être solitaire, vivre dans la solitude.
Étymologie: χῆρος.

English (Autenrieth)

(χήρη): be deprived of, without; ἀνδρῶν, Od. 9.124†.

Greek Monolingual

ΝΜΑ χήρα
(αμτβ.) στερούμαι τον ή την σύζυγό μου λόγω θανάτου, είμαι χήρος ή χήρα (α. «χήρεψε πολύ νέος» β. «τοσοῡτον ἄν χρόνον χηρεύουσ' ἠνείχετ' ἐξὸν ἄλλῳ συνοικεῑν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
(αμτβ.) μτφ. (για λειτούργημα, αξίωμα, θέση) παραμένω κενός
μσν.-αρχ.
(αμτβ.) είμαι άδειος, έρημος («χήρευον δὲ μέλαθρα... Ἀχέροντος», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (μτβ.) καθιστώ κάτι άδειο, έρημο
2. (αμτβ.) μτφ. (για εξόριστο) ζω απομονωμένος στην ερημιά.