ὅπλον

Revision as of 13:07, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

τό,

   A tool, implement, mostly in pl., like ἔντεα, τεύχεα: (prob. from ἕπω A):    I a ship's tackle, tackling, Hom.(only in Od.), 2.390, al., Hes.Op.627 ; esp. ropes, halyards, etc., δησάμενοι δ' ἄρα ὅπλα Od. 2.430, etc.; in which sense Hom. twice uses the sg., rope, 14.346, 21.390: generally, any ropes, Hdt.7.25, 9.115, Hp.Art.78.    II tools, strictly so called, in Hom. esp. of smiths' tools, Il.18.409,412 ; in full, ὅπλα χαλκήϊα Od.3.433 : in sg., ὅπλον ἀρούρης sickle, AP6.95 (Antiphil) ; ὅπλον γεροντικόν staff, Call.Epigr.1.7 ; δείπνων ὅπλον ἑτοιμότατον, of the wine-flask, AP6.248 (Marc. Arg.).    III in pl., also, implements of war, arms and armour, Hom. (only in Il.), αὐτὰρ ἐπεὶ πάνθ' ὅπλα κάμε, of the arms of Achilles, 18.614, cf. 19.21 ; ὅπλοισιν ἔνι δεινοῖσιν ἐδύτην 10.254,272 ; so in Pi.N.8.27, IG12.1.9, E.Hec. 14, etc.: rarely in sg., weapon, οὐδέ τι ἀρήϊον ὅπλον ἐκτέαται Hdt.4.23, cf. 174, E.HF161,570,942, Pl.R.474a, X.Cyr.7.4.15 ; ποτὶ πονηρὸν οὐκ ἄχρηστον ὅπλον ἁ πονηρία [Epich.]275 ; piece of armour, D.S.3.49.    2 the large shield, from which the men-at-arms took their name of ὁπλῖται (εἰκόνα γραπτὴν ἐν ὅπλῳ IG22.1012.18 (ii B. C.), cf. IGRom.4.1302.35 (Cyme, i B. C./i A. D.), Th.7.75, D.S.15.44, 17.18); ὅπλον στύππινον IG11(2).203 B99 (Delos, iii B. C.) : metaph., τῆς πενίας ὅπλον ἡ παρρησία Nicostr.Com.29; ὅ. μέγιστον . . ἁρετὴ βροτοῖς Men. Mon.433, cf. 619.    3 in pl., also, heavy arms, Hdt.9.53 ; ὅπλων ἐπιστάτης, = ὁπλίτης, opp. κώπης ἄναξ, A.Pers.379 ; ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ πλέον ἀλλὰ δαπάνης Th.1.83 ; ὅπλα παραδοῦναι Id.4.69 ; ὅπλα ἀποβάλλειν Ar.V.27, etc.    4 ὅπλα, = ὁπλῖται, men-at-arms, πολλῶν μεθ' ὅπλων S.Ant.115 (lyr.): and freq. in Prose, ἐξέτασιν ὅπλων ποιεῖσθαι to have a muster of the men-at-arms, Th.4.74, etc.; ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων στρατηγός, opp. ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, Decr. ap. D.18.38, Decr.ib. 115 ; χειροτονηθεὶς ἐπὶ τὰ ὅ. πρῶτος . . στρατηγός IG22.682.44 (iii B. C.); στρατηγεῖν ἐπὶ τὰ ὅ. SIG697 E (Delph., ii B. C.), etc.    5 τὰ ὅ. the place of arms, camp, ἦλθεν εἰς τὰ ὅ. Lys.13.12, cf.X.Cyr.7.2.5, etc.; ἐκ τῶν ὅ. προϊέναι Th.1.111, cf. 3.1.    6 Phrases : ἐνέδυνον (v.l. ἐνέδυντο) τὰ ὅ. Hdt.7.218, etc.; ἐν ὅπλοισι εἶναι or γενέσθαι to be in arms, under arms, Id.1.13, cf.E.Ba.303, Th.6.56 ; ἐν ὄπλοισι [ἰππομ]άχεντας Sapph.Supp.5.19 ; ἐν ὅπλοις μάχεσθαι Pl.Grg.456d ; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάχη Id.Lg.833e ; ποιῆσαι ἐξέτασιν ἐν ὅπλοις Decr. ap. Arist.Ath.31.2 ; εἰς τὰ ὅ. παραγγέλλειν X.An.1.5.13 ; ἐφ' ὅπλοις or παρ' ὅπλοις ἧσθαι, E.Supp.674,357 ; μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις X.Cyr.7.2.8 ; for ὅπλα ῥίπτειν, ἀφιέναι, κατατίθεσθαι, v. sub vocc. ; for ὅπλα τίθεσθαι, v. τίθημι.    IV of the arms possessed by animals for self-defence, [τὸν ἄνθρωπον] οὐκ ἔχοντα ὅπλον πρὸς τὴν ἀλκήν Arist.PA687a25, cf. b4, al.    V membrum virile, Nic.Fr.74.30, APl.4.242 (Eryc.), Hsch.    VI a gymnastic exercise, the last which came on in the games, Artem.1.63.

German (Pape)

[Seite 360] τό (nach Buttm. Lexil. II, 216 mit ἕπω zusammenhangend; verwandt mit Wappen, Waffe), übh. Werkzeug, Geräth; bes. – a) alles zur Ausrüstung eines Schiffes Gehörige, Takelwerk; πάντα ὅπλα, τά τε νῆες φορέουσιν, Od. 2, 390, öfter in der Od., auch ein einzelnes Tau, ὅπλον νεός, 21, 390, wie ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ 14, 346; u. so übh. Tau, Strick, τὰ ἐκ τῶν γεφυρέων Her. 9, 115, vgl. 7, 25. – b) von allem Handwerkzeuge; ἦλθε δὲ χαλκεύς, ὅπλ' ἐν χερσὶν ἔχων χαλκήϊα, Od. 3, 433, des Schmiedes, wie Il. 18, 409. 412; ἀρούρης ὅπλον heißt die Sichel, Antiphil. 4 (VI, 95). – c) am gewöhnlichsten das Kriegsgeräth, Harnisch und Schild; ὅπλοισιν ἔνι δεινοῖσιν ἐδύτην, Il. 10, 254; 19, 21. 11, 17 ff.; χρυσέων ὅπλων στερηθείς, Pind. N. 8, 27; ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις, P. 10, 14; χάλκεα, N. 10, 14 u. öfter; ἀρήϊα ὅπλα, Aesch. Spt. 114 und öfter, nur im plur., wie auch bei Soph., πολλῶν μεθ' ὅπλων, d. i. mit vielen Bewaffneten, Ant. 115; Eur. hat den sing. Herc. Fur. 161. 570. 942, sonst immer den plur. – Bes. ist bei Her. u. den Attikern τὸ ὅπλον der große Schild (dah. ὅπλα προβάλλεσθαι, μεταβάλλεσθαι, vgl. Pol. 1, 22, 10. 3, 71, 4), mit dem das nach ihm benannte schwere Fußvolk bewaffnet ist, u. der Harnisch, dah. gern der plur. gebraucht wird; Her. hat den sing. 4, 23, οὐδέ τι ἀρήϊον ὅπλον ἐκτέαται, wie 4, 177; ὅτι ἑκάστῳ παρέ τυχεν ὅπλον, Plat. Rep. V, 474 a, sonst auch bei Plat. immer im plur.; ἐν ὅπλοις μάχεσθαι, Gorg. 456 d; ὅπλα ἀπ οβαλών, Conv. 179 a; ὅπλα ἀφείς, Apol. 39 a, wie Xen. u. A.; auch ῥίπτειν τὰ ὅπλα, παραδιδόναι u. ä., s. diese verba; ὅταν ὅπλα εἰς τὰς χεῖρας λάβωμεν, Plat. Legg. I, 638 a; ἐν τοῖς ὅπλοις εἶναι, in den Waffen, bewaffnet sein, Xen. An. 3, 2, 28; vgl. Her. 1, 13; Thuc. 6, 74; κατατίθεσθαι, die Waffen niederlegen, Xen. An. 5, 2, 15 u. öfter; τίθεσθαι τὰ ὅπλα, die Waffen, bes. den Schild vor die Füße hinsetzen, was sowohl beim Haltmachen geschieht, Xen. An. 1, 5, 14. 4, 2, 16 u. öfter, als beim Antreten u. sich in Reih' u. Glied Aufstellen, οἱ ὁπλῖται ἔθεντο τὰ ὅπλα, οἱ μὲν περὶ τὰ σταυρώματα, οἱ δὲ κατὰ τὴν ὁδόν, 5, 2, 19 (vgl. Hell. 3, 1, 23; Her. 9, 52; θέμενοι ἐς τὴν ἀγορὰν τὰ ὅπλα, Thuc. 2, 2); vollständiger, εἰς τάξιν τὰ ὅπλα τίθεσθαι, 2, 2, 8; auch ἀντία τὰ ὅπλα τίθ., 4, 3, 26 (vgl. Hell. 7, 3, 9; Her. 1, 62. 5, 74); κατὰ χώραν, auf seinen Platz zurückkehren u. die Waffen, den Schild u. Speer hinstellen, 1, 5, 17; dah. κεῖται τὰ ὅπλα, die Bewaffneten stehen, 4, 2, 20; παραγγέλλειν εἰς τὰ ὅπλα, unter die Waffen treten lassen, 1, 5, 13; νυκτερεύειν ἐν τοῖς ὅπλοις, unter den Waffen die Nacht zubringen, 6, 2, 27. Wie An. 2, 2, 20 zeigt, wurden die Waffen vor der Front aufgestellt; dah. τὰ ὅπλα auch geradezu »das Lager« heißt, πρὸ τῶν ὅπλων, An. 2, 4, 15; für die ὁπλῖται selbst steht es offenbar An. 2, 2, 4, ἕπεσθε τῷ ἡγουμένῳ τὰ μὲν ὑποζύγια ἔχοντες πρὸς τοῦ ποταμοῦ, τὰ δὲ ὅπλα ἔξω, vgl. 3, 2, 36 Cyr. 5, 4, 45, wie man auch ἐξέτασιν ὅπλων ποιεῖσθαι Thuc. 4, 74 nehmen kann, u. so bei Sp.; – ἥκειν ἐν τοῖς ὅπλοις, Pol. 9, 6, 6; ἐποιοῦντο συναγωγὰς ἐπὶ τῶν ὅπλων, 5, 64, 4. – Uebtr. τῶν ὅπλων τῶν ἐπὶ τὴν Ἴλιον μετεσχηκότες, Ael. N. A. 1, 1. – Bei Nic. Ir. 2, 31 das männliche Glied.

Greek (Liddell-Scott)

ὅπλον: τό, ἐργαλεῖον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τά: ἔντεα, τεύχεα· (πιθαν. ἐκ τοῦ ἕπω, ὃ ἴδε). Ι. τὰ τῆς νεὼς ὅπλα, σκεύη ἢ ὁπλίσματα, ἐξάρτια, ἄρμενα πλοίου, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), πάντα δ᾿ ἐν αὐτῇ (δηλ. τῇ νηῒ) ὅπλ᾿ ἐτίθει, τὰ τε νῆες ἐΰσελμοι φορέουσιν, «ὅρα ὅτι ὅπλα κἀνταῦθα λέγει τὴν σκευὴν τῆς νεὼς» (Εὐστ.), Β. 390, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 625· ἰδίως τὰ σχοινία, καλῴδια, κτλ., δησάμενοι δ᾿ ἄρα ὅπλα Ὀδ. Β. 430, κτλ.· ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας ὁ Ὅμηρ. χρῆται δὶς τῷ ἑνικῷ, καλῴδιον, Ξ. 346, Φ. 390· ― καθόλου, πᾶν εἶδος σχοινίου, Ἡρόδ. 9. 115, πρβλ. 7. 25. ΙΙ. τὰ κυρίως καλούμενα ἐργαλεῖα, παρ᾿ Ὁμήρῳ ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐργαλείων τοῦ σιδηρουργοῦ, Ἰλ. Σ. 409, 412· πλῆρες: ὅπλα χαλκήια Ὀδ. Γ. 433· ― ἐν τῷ ἑνικ., ὅπλον ἀρούρης, δρέπανον, Ἀνθ. Π. 6. 95· ὅπλον γεροντικόν, βακτηρία, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 7· δείπνων ὅπλον ἑτοιμότατον, ἐπὶ οἰνοδόχου ἀγγείου, Ἀνθ. Π. 6. 248. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., ὡσαύτως, ὅπλα πολεμικά, ὁπλισμός, πανοπλία, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), αὐτὰρ ἐπεὶ πάνθ᾿ ὅπλα κάμε, ἐπὶ τῶν ὅπλων τοῦ Ἀχιλλέως, Σ. 612, πρβλ. Τ. 21· ὅπλοισιν ἐνὶ δεινοῖσιν ἑδύτην Κ. 254, 272· οὕτως ἐν Πινδ. Ν. 8. 47, Τραγ., κλ.· ― σπανίως καθ᾿ ἑνικ., «ὅπλον», οὔτε τι ἀρήιον ὅπλον ἐκτέαται Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 174, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 161, 570, 942, Πλάτ. Πολ. 474Α, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 15· ποτὶ πονηρὸν οὐκ ἄχρηστον ὅπλονπονηρία Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 21Ε· μέρος τοῦ ὁπλισμοῦ, Διόδ. 3. 49. 2) παρὰ τοῖς Ἱστορικοῖς ὅπλον συνήθως ἐσήμαινε τὴν μεγάλην ἀσπίδα, ἐξ ἧς οἱ βαρέως ὡπλισμένοι πολεμισταὶ ἔλαβον τὸ ὄνομα ὁπλῖται (τῆς γραπτῆς εἰκόνος ἐν ὅπλῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 27, πρβλ. Θουκ. 7. 75, Διόδ. 15. 44., 47. 18)· μεταφορ., τῆς πενίας ὅπλον παρρησία Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 5· ὅπλον μέγιστον .. ἁρετὴ βροτοῖς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 433, πρβλ. 619· ― ἀκολούθως, 3) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, βαρέα ὅπλα, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. ὅπλων ἐπιστάτης, = ὁπλίτης, ἀντίθετον τῷ κώπης ἄναξ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 379· ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ πλέον ἀλλὰ δαπάνης Θουκ. 1. 83· ὅπλα παραδοῦναι ὁ αὐτ. 4. 69· ὅπλα ἀποβάλλειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 27, κτλ.· ― ὅθεν, 4) ὅπλα, ὁπλῖται, πολλῶν μεθ᾿ ὅπλων Σοφ. Ἀντ. 115, καὶ συχνάκις παρὰ πεζολόγοις, οἷον, ἐξέτασιν ὅπλων ποιεῖσθαι, ἐπιθεωρεῖν τοὺς ὁπλίτας, Θουκ. 4. 74, κτλ.· ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων στρατηγός, ἀντίθετον τῷ: ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, παρὰ Δημ. 238. 13, πρβλ. 265. 8· οὕτως, ὁ στρατ. ὁ ἐπὶ τὰ ὅπλα Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 46, πρβλ. 186. 5) τὰ ὅπλα, ὡσαύτως, ἡ θέσις τῶν ὅπλων, τὸ στρατόπεδον, Ἡρόδ. 1. 62., 5. 74, Λυσ. 130. 40, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5, κτλ.· ἐκ τῶν ὅπλων προϊέναι Θουκ. 1. 111, πρβλ. 3. 1. β) φράσεις: ἔδυντο τὰ ὅπλα Ἡρόδ. 7. 218, κτλ.· ἐν ὅπλοισι εἶναι ὁ αὐτ. 1. 13, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 303, Θουκ., κλ.· ἐν ὅπλοις μάχεσθαι Πλάτ. Γοργ. 456D· ἡ ἐν ὅπλοις μάχη ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 833D· εἰς τὰ ὅπλα παραγγέλειν Ξεν. Ἀν. 1. 5. 13· ἐφ᾿ ὅπλοις ἢ παρ᾿ ὅπλοις ἦσθαι Εὐρ. Ἱκέτ. 674, 257· μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις Ξεν. Κύρ. 7. 2. 8· ― περὶ τῶν φράσεων: ὅπλα ἀποβάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, κατατίθεσθαι, ἴδε τὰς λέξ.· περὶ δὲ τοῦ ὅπλα τίθεσθαι ἴδε τίθημι Α. Π. 10. IV. ἐπὶ τῶν ὅπλων ἅ κέκτηνται τὰ ζῷα πρὸς ἄμυναν, [τὸν ἄνθρωπον] ... οὐκ ἔχοντα ὅπλον πρὸς τὴν ἀλκὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 22, πρβλ. 24, κ. ἀλλ. V. τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἡσύχ., Ἀνθ. Πλαν. 242, καὶ (κατὰ τὸν Hemst.) Νικ. παρ᾿ Ἀθην. 683Ε. VI. γυμναστική τις ἄσκησις, ἡ ἐν τοῖς ἀγῶσιν ἐσχάτη, Ἀρτεμίδ. 1. 63.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
instrument ; τὰ ὅπλα outillage, appareil ; particul.
I. t. milit. arme ; τὰ ὅπλα armes, armement, armure : παραγγέλλειν εἰς τὰ ὅπλα XÉN, κελεύειν ἐπὶ τὰ ὅπλα XÉN appeler aux armes ; ἐν τοῖς ὅπλοις εἶναι HDT être sous les armes, être en armes ; τίθεσθαι τὰ ὅπλα, poser les armes pour camper, pour faire halte, pour se ranger ; εἰς τάξιν τίθεσθαι τὰ ὅπλα XÉN poser les armes pour se ranger ; particul. arme défensive, dans Hérodote et chez les Att. grand bouclier, ou en gén. armes pesantes (bouclier, cuirasse, lance) ; p. suite τὰ ὅπλα, c. οἱ ὁπλῖται, soldats pesamment armés ; p. ext. lieu où les armes sont rassemblées, càd place d’armes, camp;
II. t. de mar. 1 équipement d’un navire ; τὰ ὅπλα équipement complet, gréement ; particul. cordages ; ὅπλον un cordage;
2 câble, amarre;
III. outil d’artisan.
Étymologie: DELG ἕπω.

English (Autenrieth)

mostly pl., ὅπλα, implements, arms (armor), rigging of a ship, Il. 18.409, Od. 3.433, Od. 10.254, Od. 2.390; sing., rope, cable, Od. 21.390, Od. 14.346.