προσάγω
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
English (LSJ)
[ᾰ], aor. 2 προσήγᾰγον: for aor. 1 προσῆξα v. infr. A.11.3 fin.: fut. Med. (in pass. sense), Th.4.115: once ποσάγω (q.v.):—
A bring to or upon, τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε; Od.17.446, cf. E. Med.993 (lyr.); π. δῶρά τινι h.Ap.272; ἄστει κόσμον Pi.I.6(5).69; θυσίας τινί Hdt.3.24; βοσκήματα S.Tr.762; τῳ θεῶν ὕμνους ἢ χορείας Pl.Lg.799b; ἱερεῖα τοῖς βωμοῖς Poll.1.27; ποταγόντω . . τὰ ἱερεῖα . . ποτὶ τὸν βωμόν SIG1010 (Chalcedon); π. πάντα ἱκανά furnish, supply, X.Cyr.5.2.5; ἁρμαμάξας ib.4.3.1; λίθους PCair.Zen.34.13 (iii B. C.). 2 put to, add, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον προσῆγε (v.l. προῆγεν) Hdt.9.92; of exercises and food, ἐξ ὀλίγου π. Hp.Insomn.89; cf. προσαγωγή 11.5. 3 bring to, move towards, apply, τὴν ἄνω γνάθον π. τῇ κάτω Hdt.2.68; μὴ π. τὴν χεῖρά μοι lay it not on me, Ar. Lys.893; π. κεγχρώμασιν ὀφθαλμόν apply it closely, E.Ph.1386; π. τὴν ῥῖνά τινι Diod.Com.2.39; πρὸς τὸ στόμα τὰς χεῖρας Arist.HA587a27: esp. of medical applications, ἤπια [ἰήματα] μετὰ τὰ ἰσχυρά Hdt.3.130; προσαχθέντος φαρμάκου Orib.46.1.125: metaph., [παιδιὰς] π. φαρμακείας χάριν Arist.Pol.1337b41; παρρησίαν καὶ δηγμὸν ἀνθρώπῳ δυστυχοῦντι Plu.2.69a. 4 of meats, etc., set before, βρώματά τινι X.Cyr.1.3.4, cf. Plu.2.126a, etc. 5 metaph., π. ὅρκους σφι put oaths to them, make them take oaths, Hdt.6.74. 6 in military sense, bring up for the attack, move on towards, π. πύλαις λόχον E.Ph.1104; τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν Th.1.64; τὸ στράτευμα ἀντίπρῳρον π. X.HG7.5.23; [στρατιὰν] π. πρὸς πολεμίους Id.Cyr.1.6.43; v. infr. 11: so also π. μηχανὰς πόλει Th.2.76, cf. X.HG2.4.27, etc.; μηχανῆς μελλούσης προσάξεσθαι (in pass. sense) Th.4.115; π. βίαν τοῖς τείχεσι, τῇ πόλει, etc., D.S.11.32, 12.46, etc. 7 metaph., π. βίαν τοῖς πολεμίοις Id.15.68, cf. PTeb.61 (b).33 (ii B.C., Pass.), etc.; τὰς ἀνάγκας Th.1.99; συκοφαντίαν π. τοῖς πράγμασι D.19.98; δεινὰν π. τόλμαν apply or put forth daring, E.Med.859 (lyr.); γράψας . . τίνα οἰκονομίαν προσαγήγοχας what steps you have taken, PCair.Zen.240.10 (iii B. C.); πολλῶν φόβων προσαγομένων X.An.4.1.23; π. ἡδονάς Pl.Lg.798e. 8 bring to or before, τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους X.Cyr.3.2.12, cf. HG3.4.8, etc.; bring in, bring with one, Is.8.16; introduce, πρὸς τὸν δῆμον Th.5.61; πρὸς τὴν βουλήν And.1.111, cf. Lys.6.29; π. τοὺς πρέσβεις (i. e. before the assembly) D.18.28, cf. 213; πρεσβείαν ἐλθοῦσαν π. πρὸς βουλὴν καὶ δῆμον IG12.39.12; introduce at court, X.Cyr.1.3.8; bring a person into a law-court as defendant or as witness, PHal.8.5 (iii B. C.), etc. b introduce in writing, λόγῳ π. ὅτι .. introduce the statement... Arist.Cael.304a13; π. [ἡλικίαν] πρὸς μάθησιν Id.Pol.1336a24; [παιδάριον] π. πρὸς τὰ μαθήματα PSI4.340.24 (iii B. C.); τὰ λοιπὰ μυθικῶς προσῆκται have been introduced, Arist.Metaph.1074b4. 9 bring hither, lead on, τίς [σε] προσήγαγεν χρεία; S.Ph.236; ἐλπίς μ' ἀεὶ προσῆγε E.Andr.27:—Pass., οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ π. Th.3.48; βίᾳ ib.95; ἄκοντες π. ὑπ' Ἀθηναίων ib. 63, cf. X.HG6.1.7. 10 Pass., to be brought over, attached to the cause of, c. dat., εἴ πως σφίσιν προσαχθείη Th.2.77: abs., προσήγεσθε ὑπ' Ἀθηναίων Id.3.63; cf. B.1. 11 increase a rent or other charge, PTeb.72.187 (Pass.), 200 (ii B. C.); προσηγμένων τοῖς ἀπαιτησίμοις ib.217; ᾧ προσάγω ὑπὲρ ἐπιθέματος ἄλλας δραχμὰς ἑξήκοντα PRyl.99.7 (iii A. D.). 12 = προσαγγέλλω, announce, report, PTeb.60.69 (ii B. C.), etc. 13 debit a person with an amount, charge it to him, συνέβη ναῦλον ἡμῖν προσάγεσθαι τοῦ πλοίου PCair.Zen.368.28, cf. 326.16 (iii B. C.). II seemingly intr. (sc. ἑαυτόν, στρατόν, etc.), draw near, approach, X.HG3.5.22; πρός τινας LXX 3 Ki.18.21; esp. in a hostile sense, advance against, attack, π. πρὸς τὸ κέρας X.An.1.10.9, etc.; κώμῃ τινί Arr.An.2.3.4; δι' ἀπάτης τοῖς βασιλεῦσι Plu.2.800a; ἐγγυτέρω ταῖς ἐλπίσιν Id.Galb.9; τοῖς τετταράκοντα [ἔτεσι] Id.Pomp.46; πόταγε (Dor. for πρόσαγε) come on! Theoc.1.62, 15.78; μαλακῶς π. [γυναικί] make advances to a woman in an effeminate manner, Plu.2.240e; of Time, τῆς προσαγούσης τρύγης the approaching vintage, Sammelb.5810.16 (iv A.D.). 2 (sc. ναῦν) bring to, come to land, τόποις Plb.1.54.5, etc.; Ῥόδῳ Apollod.2.1.4codd. 3 δυσχερῶς προσῆγον πρὸς τὰς εἰσφοράς dub.l. in Plb.5.30.5 (πως εἶχον πρὸς Hultsch): ὅσων προσῆξαν is f.l. in Th.2.97 (ὅσωνπερ ἦρξαν Dobree). B Med., bring or draw to oneself, attach to oneself, bring over to one's side, σοφίῃ αὐτούς, οὐκ ἀγνωμοσύνῃ προσηγάγετο Hdt.2.172; ἀνάγκῃ προσάγεσθαί τινα Id.6.25, cf. Th.1.99; τἀρετῇ π. πόσιν E. Andr.226; ἀπάτῃ π. τὸ πλῆθος Th.3.43; χρήμασι καὶ δωρεαῖς τὸν δῆμον προσάγεσθαι Pl.Lg.695d; τῷ ποιεῖν εὖ π. τὰς πόλεις Isoc.4.80; θεραπείαις Id.3.22; so [ἵππον] ἠρεμαίως π. τῷ χαλινῷ X.Eq.9.5; συμμάχους καὶ βοηθοὺς π. Id.Mem.3.4.9; τὴν τῶν Ἀθηναίων ξυμμαχίαν Th.5.82; πάντων π. ὄμματα draw all eyes upon oneself, X.Smp.1.9. 2 abs., draw to oneself, embrace, Ar.Av.141, X.Cyr.7.5.39, Pl.R.439b; ἥ γ' ἐμὴν γενειάδα προσήγετ' ἀεὶ στόματι E.Supp.1100. 3 c. inf., ἡ Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν . . ἡμᾶς . . προσήγετο put us upon considering, S.OT131; προσάξομαι δάμαρτ' ἐᾶν σε . . will induce her to suffer thee... E.Ion659. II take to oneself, take up, ὀστᾶ Id.Supp.949; τὰ ναυάγια Th.8.106. 2 get for oneself, procure, import, ὧν δεῖται X.Vect.1.7; τὰ προσαχθέντα imports, ib.4.18. 3 αἷς [ταῖς προβοσκίσι] π. εἰς τὸ στόμα τὴν τροφήν with which they bring it to their mouths, Arist.HA523b31, cf. 526a28, PA685b10. 4 μηδὲ προσάγου τῷ πράγματι χειμῶνας ἑτέρους do not add further troubles, Men.187; π. τὸν χρόνον καὶ τὸν πόνον employ it for one's own advantage, Plb.29.17.4. 5 μάρτυρα π. cite as witness, Plu.2.1049b.
German (Pape)
[Seite 747] (s. ἄγω, προσῆξαν Thuc. 2, 97), herbei-, hinzuführen, -bringen; τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε, Od. 17, 446; δῶρά τινι, Einem Geschenke darbringen, H. h. Apoll. 272, wie θυσίας τινί, Her. 3, 24; ἄστει κόσμον προσάγων, Pind. I. 5, 69; ὡς σκάφος στρέβλαισι ναυτικαῖσιν ὡς προσηγμένον, Aesch. Suppl. 436; βοσκήματα, Soph. Trach. 759; τίς σε προσήγαγεν χρεία; Phil. 236, er braucht auch das med., ἡ Σφὶγξ σκοπεῖν ἡμᾶς τἀφανῆ προσήγετο, O. R. 131, brachte uns dahin, vermochte uns dazu, παισὶν ὀλέθριον βιοτὰν προσάγεις, Eur. Med. 993; Νηΐταις πύλαις λόχον, Phoen. 1111; u. med. sich zuführen, erlangen, τῇ 'ρετῇ προσηγόμην πόσιν, Andr. 225; προσάξομαι δάμαρτα, Ion 659, umarmen, Ar. Av. 141; – ἐγγύτατα προσάγειν, Plat. Soph. 234 e; auch Lebloses, Xen. Cyr. 5, 2, 5; παροψῖδάς τινι, 1, 3, 4; προσάγειν τινὶ ὅρκον, Einem einen Eid zuschieben, d. i. ihn den Eid leisten lassen, Her. 6, 74; – πρὸς τὸν δῆμον οὐ προσῆγον, die Gesandten in die Volksversammlung, Thuc. 5, 61; bei Hofe, Xen. Cyr. 1, 3, 8; auch = als Bürger zulassen, Lys. 6, 29. – Med. zu sich führen, an sich locken, auch in schlimmem Sinne, versuchen wozu, χρήμασι καὶ δωρεαῖς τὸν Περσῶν δῆμον προσαγόμενος, Plat. Legg. III. 695 d; Ggstz von ἀπωθεῖν, Rep. IV, 439 b; προσαγόμενοι τὰς πόλεις, Isocr. 4, 80, Her. προσηγάγετο αὐτούς, er brachte ste auf seine Seite, 2, 172; ἀπάτῃ προσάγεσθαι τὸ πλῆθος, Thuc. 3, 43. 48 u. öfter; aber μελλούσης προσάξεσθαι hat pass. Bdtg, 4, 115; θεραπείαις προσαγαγέσθαι, Isocr. 3, 22; Dem. 2, 8; τῇ τῶν τρόπων ἐπιεικείᾳ πάντας προσηγάγετο, D. Sic. 1, 54, vgl. 15, 8; ὄμματα, die Augen auf sich ziehen. – Intraus., sc. τὸ στράτευμα, anrücken, Xen. An. 1, 10, 9 u. oft, πρὸς πολεμίους, Cyr. 1, 6, 43; sc. ναῦν, landen. Pol. 1, 54, 5; Apollod. 2, 1, 4, sc. ἑαυτόν, sich nähern; πρόσαγε, frisch ans Werk, mache dich daran, Theocr. 1, 62; ὧδε, komm hierher, 15, 78-
Greek (Liddell-Scott)
προσάγω: μέλλ. -ξω· ― ἀόρ. β΄ προσήγᾰγον, σπαν. ἀόρ. α΄ προσῆξα οἷον Θουκ. 2. 97 (ἴδε ἄγω)· μέσ. μέλλ. (ἐπὶ παθ. σημασ.), ὁ αὐτ. 4. 115. Ἄγω τι πρός τι, φέρω, προσφέρω, προσκομίζω, τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε; Ὀδ. Ρ. 446, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 993· πρ. δῶρά τινι Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 272· ἄστει κόσμον Πινδ. Ι. 6 (5) 101· θυσίας τινὶ Ἡρόδ. 3. 24· βοσκήματα Σοφ. Τρ. 762· ὕμνους ἢ χορείας τῷ θεῷ Πλάτ. Νόμ. 799Β· ἱερεῖα τοῖς βωμοῖς Πολυδ. Α΄, 27· πρ. πάντα ἱκανά, παρέχω, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 5· ἁρμαμάξας αὐτόθι 4. 3, 1· παρρησίαν ἀνθρώπῳ δυστυχοῦντι Πλούτ. 2. 69Α. 2) προσθέτω, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον προσῆγε (διάφ. γραφ. προῆγε) Ἡρόδ. 9. 92, πρβλ. Ἔφορ. παρὰ Μακροβ. 5. 18. 3) κινῶ ἢ φέρω τι πρός τι, ὡς τὸ Λατ. applicare, τὴν ἄνω γνάθον πρ. τῇ κάτω Ἡρόδ. 2. 68· μὴ πρ. τὴν χεῖρά μοι, μὴ τὴν ἐπιθέσης εἰς ἐμέ, Ἀριστοφ. Λυσ. 893· ἀλλ’ εὖ προσῆγον ἀσπίδων κεγχρώμασιν ὀφθαλμόν, ἀλλὰ καλῶς προσῆγον τὸν ὀφθαλμὸν πρὸς τὰς περὶ τὴν ἴτυν μικρὰς ὀπὰς (δι’ ὧν ἐθεῶντο τοὺς ἐναντίους), Εὐρ. Φοίν. 1386· προσάγων τὴν ῥῖν’ ἐδεῖτ’ αὐτοῦ φράσαι πόθεν τὸ θυμίαμα τοῦτο λαμβάνει Διόδωρος ὁ Σινωπεὺς ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 39· πρὸς τὸ στόμα τὰς χεῖρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 4, κτλ.· ― ἐπὶ φαρμάκων, ἤπια [ἰήματα] μετὰ τὰ ἰσχυρὰ Ἡρόδ. 3. 130. πρβλ. Ὀρειβάσ. περὶ Ἀγμ. 81· οὕτω, παιδιὰς πρ. φαρμακείας χάριν Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3, 4. 4) ἐπὶ τροφῶν, κτλ., παρατίθημι, βρώματά τινι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. f26Α, κτλ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς ἰατροῖς, τοῖσι σιτίοισι κούφοισι προσάγειν (δηλ. ἑαυτόν), ἐπὶ ἀνθρώπου ἐκ πλησμονῆς πάσχοντος, Ἱππ. 376. 30· καὶ ἀπολύτως, λαμβάνω τροφήν, τρώγω, ὁ αὐτ. 377. 17 κἑξ.· πρβλ. προσαγωγὴ Ι. 1. 5) ἐπὶ ἐνδυμάτων, μαλακῶς στολὴν πρ. Πλούτ. 2. 240Ε. 6) μεταφορ., πρ. ὅρκον τινί, βάλλω τινὰ νὰ ὀμόσῃ, Ἡρόδ. 6. 74. 7) ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ἄγω στράτευμα ἢ μηχανὰς ἐναντίον τινός, πρ. λόχον πύλαις Εὐρ. Φοίν. 1104· τῇ Ποτιδαίᾳ τὸν στρατὸν Θουκ. 1. 64, πρβλ. 7. 43· τὸ στράτευμα ἀντίπρῳρον πρ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23· στρατιὰν πρ. πρὸς πολεμίους ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 33· ἴδε κατωτ. ΙΙ· οὕτω καί, πρ. μηχανὰς πόλει Θουκ. 2. 76, κτλ.· μηχανῆς μελλούσης προσάξεσθαι (ἐπὶ παθ. σημασίας), ὁ αὐτ. 4. 115, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 27, κτλ.· πρ. βίαν τοῖς τείχεσι, τῇ πόλει, κτλ.· Διόδ. 11. 32, 12. 46. 8) μεταφορ., πρ. βίαν τινί, Λατ. vim adhibere alicui, ὁ αὐτ. 15. 68, κτλ.· τὰς ἀνάγκας Θουκ. 1. 99· συκοφαντίαν πρ. τοῖς πράγμασι Δημ. 372. 25· δεινὰν πρ. τόλμαν Εὐρ. Μήδ. 859· πρ. φόβον Θουκ. 2. 97· πολλῶν φόβων προσαγομένων Ξεν. Ἀν. 4. 1, 23 πρ. ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 798Ε. 9) πρ. φόρον Θουκ. 2. 97· πρ. τὰς εἰσφορὰς Πολύβ. 5. 30, 5. 10) κομίζω, ἄγω ἐνώπιόν τινος, τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους Ξεν. Κύρ. 3. 2, 12, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 4, 8, κτλ.· ― εἰσάγω, παρουσιάζω, Ἰσαῖ 70. 27· πρὸς τὸν δῆμον, πρὸς τὴν βουλὴν Θουκ. 5. 61, Λυσί. 105. 37, Ἀνδοκ. 15. 6· πρ. τοὺς πρέσβεις Δημ. 234. 20, πρβλ. 299· 1· πρ. τοὺς πρέσβεις πρὸς τὸν δῆμον, εἰς τὴν ἐκκλησίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 85b, 8 (σ. 897)· ― εἰσάγω εἰς τὴν βασιλικὴν αὐλήν, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· πρβλ. προσαγωγὴ ΙΙ. 2 προσαγωγεύς· ὡσαύτως, λόγῳ πρ. ὅτι…, εἰσάγω τὸν ἰσχυρισμὸν ὅτι…, Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 3. 5, 6· πρ. τινὰ πρὸς μάθησιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 17, 4· τὰ λοιπὰ μυθικῶς προσῆκται, ἔχουσι εἰσαχθῆ, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 11. 8, 20. 11) ἄγω πρός τινα ἢ πρός τι μέρος, ὁδηγῶ, τίς [σε] προσήγαγεν χρεία; Σοφ. Φιλ. 236· ἐλπίς μ’ ἀεὶ προσῆγε Εὐρ. Ἀνδρ. 27. ― Παθ., οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ πρ. Θουκ. 3. 47· βίᾳ αὐτόθι 95· ἄκοντες πρ. ὑπ’ Ἀθηναίων αὐτόθι 63, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 7. 12) ἐν τῷ παθ., προσκολλῶμαι εἴς τι, τινι Θουκ. 2. 77, 3. 63, κτλ.· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν, στρατόν, κτλ.), προσεγγίζω, πλησιάζω, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 22· μάλιστα ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, πρ. πρός τινα, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 43, Ἀν. 1. 10, 9, κτλ.· πρ. κώμῃ τινὶ Ἀρρ. Ἀν. 2. 3· τοῖς βασιλεῡσι Πλούτ. 2. 800Α· ἐγγυτέρω ταῖς ἐλπίσι ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 9· τοῖς τεσσαράκοντα ἔτεσι ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 46· ― πόταγε (Δωρ. ἀντὶ πρόσαγε), πλησίασον, Θεόκρ. 1. 62, 15. 78. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ ναῦν), προσεγγίζω, φέρω εἰς τὴν ξηράν, Πολύβ. 1. 54, 5, κτλ. Β. Μέσ., ἑλκύω πρὸς ἐμαυτόν, φέρω πρὸς τὸ μέρος μου, Λατ. sibi conciliare, προσηγάγετο αὐτοὺς Ἡρόδ. 2. 172· ἀνάγκῃ προσάγεσθαί τινα ὁ αὐτ. 6. 25· πρβλ. Θουκ. 1. 99· τἀρετῇ πρ. πόσιν Εὐρ. Ἀνδρ. 226· ἀπάτῃ πρ. τὸ πλῆθος Θουκ. 3. 43, πρβλ. 48· χρήμασι καὶ δωρεαῖς τὸν δῆμον προσάγεσθαι Πλάτ. Νόμ. 695D· τῷ ποιεῖν εὖ πρ. τὰς πόλεις Ἰσοκρ. 56Ε· θεραπείαις ὁ αὐτ. 31Β· οὕτως ἵππον ἡρεμαίως πρ. τῷ χαλινῷ Ξεν. Ἱππ. 9. 5· συμμάχους καὶ βοηθοὺς πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 4, 9· πρ. ξυμμαχίαν τινὸς Θουκ. 5. 82· πάντων πρ. ὄμματα, προσελκύω τὰ βλέμματα πάντων, ἐπισύρω τὴν προσοχήν, Ξεν. Συμπ. 1. 9. 2) ἀπολ., ἕλκω πρὸς ἐμαυτόν, ἐναγκαλίζομαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 141, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 39, Πλάτ. Πολ. 439Β· οὕτως, Εὐρ. Ἱκέτ. 1100, ἡ δ’ ἐμὴν γενειάδα προσήγετ’ ἀεὶ στόματι. 3) μετ’ ἀπαρ., ἡ Σφὶγξ τὰ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν… ἡμᾶς… προσήγετο, προσείλκυεν ἡμᾶς νὰ ἔχωμεν τὴν προσοχὴν ἡμῶν εἰς τὰ συμβαίνοντα πλησίον ἡμῶν, Σοφ. Ο. Τ. 131· προσάξομαι δάμαρτ’ ἐᾶν σε σκῆπτρα τἄμ’ ἔχειν, θὰ καταπείσω αὐτὴν νά σε ἀφήσῃ νὰ ἔχῃς τὰ σκῆπτρά μου, Εὐρ. Ἴων 659. ΙΙ. λαμβάνω τι μετ’ ἐμαυτοῦ, ὅταν δὲ τούσδε προσθῶμεν πυρί, ὀστᾶ προσάξεσθ’ Εὐρ. Ἱκέτ. 949· τὰ ναυάγια Θουκ. 8. 106· ― λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, προμηθεύομαι, εἰσκομίζω, ἐνεργῶ εἰσαγωγὴν ἐκ τῆς ξένης, Ξεν. Πόροι 1. 7· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 2, 5· τὰ προσαχθέντα, τὰ εἰσαχθέντα ἐκ τῆς ξένης, ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 18. 2) αἷς [ταῖς προβοσκίσι] πρ. τὴν τροφήν, διὰ τῶν ὁποίων φέρουσι τὴν τροφὴν εἰς τὸ στόμα των, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 8, πρβλ. 4. 2, 14, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 14. 3) μηδὲ προσάγου τῷ πράγματι χειμῶνας ἑτέρους, μηδὲ προστίθει τῷ πράγματι ἑτέρας ἀνησυχίας, Μένανδρ. ἐν «Εὐνούχῳ» 2. (Στοβ. Ἀνθ. 108. 46)· πρ. πόνον, χρῆσθαι αὐτῷ πρὸς ἰδίαν ὠφέλειαν, Πολύβ. 29. 6, 13. 4) προσάγω μάρτυρα, φέρω ὡς μάρτυρα, καὶ τὸν Εὐριπίδην μάρτυρα… προσάγεται Πλούτ. 2. 1049Β.
French (Bailly abrégé)
f. προσάξω, ao. προσῆξα, ao.2 προσήγαγον, pf. προσῆχα;
I. tr. conduire vers, d’où
1 amener : στρατιὰν πρὸς πολεμίους XÉN conduire une armée à l’ennemi ; τῇ Ποτιδαίᾳ στρατόν THC conduire une armée contre Potidée ; προσάγειν τοὺς πρέσβεις DÉM amener, càd introduire les ambassadeurs ; particul. introduire à la cour d’un roi;
2 apporter : φόρον THC un tribut ; fig. causer, procurer, être cause de, acc. : πῆμα OD litt. apporter une douleur;
3 présenter, offrir : παροψίδας τινί XÉN présenter des mets à qqn ; τινι ὅρκον HDT déférer le serment à qqn, l’inviter à le prêter;
4 faire venir : ἁρμαμάξας XÉN des chariots ; πάντα ἱκανά XÉN tous les approvisionnements nécessaires ; approcher : μηχανὰς τῇ πόλει THC les machines de siège de la ville ; fig. ἀνάγκας τινί THC employer contre qqn des mesures de contrainte ; φόβον THC employer la menace pour effrayer;
5 fig. amener par la parole ; pousser à ; Pass. se laisser amener à, τινι : οἴκτῳ THC à la pitié;
II. intr. 1 s’avancer, marcher en avant : πρὸς πολεμίους XÉN marcher contre l’ennemi (litt. προσάγειν τὸν στρατόν, faire avancer l’armée, etc.);
2 t. de mar. aborder (litt. προσάγειν τὴν ναῦν, conduire le vaisseau vers le rivage) ; abs. se laisser conduire ; se porter vers, s’attacher à qqn, τινι;
3 s’approcher (litt. προσάγειν ἑαυτόν, se porter en avant) ; τοῖς βασιλεῦσι PLUT approcher les rois ; fig. τοῖς τεσσαράκοντα ἔτεσι PLUT approcher de la quarantaine;
Moy. προσάγομαι (f. προσάξομαι, ao.2 προσηγαγόμην) approcher de soi, attirer à soi, d’où
1 presser dans ses bras, particul. pour embrasser ; en parl. de choses τὰ ναυάγια THC attirer à soi, d’où recueillir les débris de navires après une bataille navale;
2 fig. attirer vers soi, amener à soi, se concilier : τινα, qqn, se le rendre favorable, le faire entrer dans son parti ; ἀπάτῃ THC gagner qqn à prix d’argent ou par fraude;
3 amener par sa parole ou ses efforts ; déterminer : τινα avec l’inf. qqn à (faire qch);
4 amener dans son intérêt (au tribunal), produire : μάρτυρα PLUT un témoin.
Étymologie: πρός, ἄγω.
English (Autenrieth)
aor. 2 προσήγαγε: bring upon, Od. 17.446†.
English (Slater)
προςᾰγω
1 bring ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων (sc. Λάμπων) (I. 6.69)