ἀποπέμπω

From LSJ
Revision as of 14:09, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπέμπω Medium diacritics: ἀποπέμπω Low diacritics: αποπέμπω Capitals: ΑΠΟΠΕΜΠΩ
Transliteration A: apopémpō Transliteration B: apopempō Transliteration C: apopempo Beta Code: a)pope/mpw

English (LSJ)

   A send off or away, dispatch, dismiss, Il.21.452, Od.24.312, al.; τῷ κε τάχα στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσθαι 23.23; ἐπί τι, ἔς τι, for a purpose, Hdt.1.38,47; ἀ. τοὺς πρέσβεις dismiss them, Th.5.42, cf. Ar.Nu.1244; ἀ. ἀσινέας Hdt.7.146:—Med., send away from oneself, τὸν παῖδα ἐξ ὀφθαλμῶν ἀ. Id.1.120; ἀ. τὴν γυναῖκα put away, divorce her, Id.6.63(so in Act., D.59.52, Men.994); ἀ. τὰς ναῦς ὁμολογίᾳ get rid of .., Th.3.4; ἀ. ἡδονήν get rid of it, Arist.EN1109b11; send from home, A.Pers.137.    II of things, send back, Od. 17.76; ἀ. ἐξοπίσω Hes.Op.87.    2 send off, dispatch, ἀναθήματα ἐς Δελφούς Hdt.1.51; export, τἀπόρρητα Ar.Ra.362:—so in Med., X. Vect.1.7.    3 Med., get rid of, τὸ ὕδωρ Hdt.2.25.    4 emit, discharge, Pl.Ti.33c.    5 Med., avert by sacrifice, etc., ἔννυχον ὄψιν E.Hec.72 (lyr.), cf. Orph.H.39.9; banish, exorcise disease, αἶγας ἐς ἀγριάδας τὴν ἀποπεμπόμεθα Call.Aet.3.1.13.

German (Pape)

[Seite 318] Hom. Od. 15, 83 ἀππέμψει, 1) wegschicken, entlassen, Hom. oft; freundlich, unter Geleit entlassen, einen Schützling, Od. 10, 73; ἐνδυκέως 10, 65; αἰδοίως 19, 243; πρόφρασσα ἀποπέμψω 5, 161; verstoßen, unfreundlich ausweisen, 10, 76; στυγερῶς μιν ἀπέπεμψα νέεσθαι 23, 23; ἀπὸ μητέρα πέμψω 2, 133, μητέρα ἀπόπεμψον 2, 113; von Sachen, συῶν τὸν ἄριστον 14. 108; δῶρα 17, 76; – nach einem entfernten Orte hinschicken, ἀναθήματα εἰς Δελφούς Her. 1, 14. 51, u. öfter; εἰς μακάρων νήσους Plat. Conv. 179 e; εἰς πόλιν Rep. III, 398 a, u. öfter, wie Folgde; δεῦρο Pind. Ol. 8, 50. – 2) zurückschicken, ἐξοπίσω Hes. O. 87; Her. 7, 146; Plat. Ep. II, 314 e; Xen. Cyr. 3, 1, 42. – Med., von sich schicken, von sich entfernen, Aesch. Pers. 135; Her. 1, 33. 120; Thuc. 3, 4; Xen. Hell. 1, 1, 28 u. öfter; γυναῖκα, sich von der Frau scheiden, Her. 6, 63; verabscheuen u. durch Opfer von sich abwenden, Eur. Hec. 72; τὴν ἡδονήν Arist. Eth. 2, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπέμπω: μέλλ. -ψω, ἀποστέλλω, πέμπω μακράν, ἀπολύω, ἀποδιώκω, Ἰλ. Φ. 452, Ὀδ. Ω. 312, κ. ἀλλ.· τῷ κε τάχα στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσθαι Ψ. 23· ἐπί τι, εἴς τι, ἐπί τινα σκοπόν, Ἡρόδ. 1. 38, 41· ἀπ. τοὺς πρέσβεις, ἀπολύω αὐτούς, Θουκ. 5. 42, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1244· ἀπ’ ἀσινέας Ἡρόδ. 7. 146: - Μέσ., στέλλω μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, τὸν παῖδα ἐξ ὀφθαλμῶν ἀπ. Ἡρόδ. 1. 120· ἀπ. τὴν γυναῖκα, ἀποπέμπω, τὴν χωρίζω, (ἐπὶ τῆς γυναικὸς εἶναι ἐν χρήσει τὸ ῥῆμα ἀπολείπω), 6. 63· (οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Δημ. 1362, 25, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 427)· ἀπ. τὰς ναῦς, πέμπω αὐτὰς μακράν, Θουκ. 3. 4· ἀπ. ἠδονήν, ἀπομακρύνω, ἀπαλλάττομαι αὐτῆς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 6· ἀποστέλλω μακρὰν τῆς πατρίδος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 137 (ἔνθα ὁ Δινδ. ἔχει προπεμψαμένα). ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, στέλλω ὀπίσω, Ὀδ. Ρ. 76· ἀπ. ἐξοπίσω Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 87. 2) ἀποστέλλω, στέλλω, ἀναθήματα ἐς Δελφοὺς Ἡρόδ. 1. 51· ἐξάγω εἰς φῶς, δημοσιεύω, τἀπόρρητα Ἀριστοφ. Βάτρ. 362· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπ., Ξεν. Πόρ. 1. 7. 3) ἀπαλλάττομαί τινος, τὸ ὕδωρ Ἡρόδ. 2. 25. 4) ἐκπέμπω, ἐκβάλλω, Πλάτ. Τίμ. 33G. 5) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀποτρέπω διὰ θυσιῶν, κτλ. ὡς τὸ ἀποδιοπομπέομαι, Εὐρ. Ἑκ. 72, πρβλ. Ὀρφ. Ὕμν. 38. 9.

French (Bailly abrégé)

1 envoyer : ἀναθήματα ἐς Δελφούς HDT envoyer des offrandes à Delphes;
2 renvoyer, congédier;
3 remettre à qqn (les présents d’un autre);
Moy. ἀποπέμπομαι;
1 renvoyer, éloigner;
2 repousser comme une chose abominable.
Étymologie: ἀπό, πέμπω.

English (Autenrieth)

inf. -έμεν, fut. ἀποπέμψω, aor. ἀπέπεμψα, subj. ἀποπέμψω, imp. ἀπόπεμψον: send away or off, dismiss, send away with escort; ὥς τοι δῶρ' ἀποπέμψω, Od. 17.76; ἀπειλήσᾶς δ ἀπέπεμπεν, Il. 21.452; ξείνους αἰδοίους ἀποπεμπέμεν ἠδὲ δέχεσθαι, Od. 19.316.