τόκος
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
ὁ, (τίκτω)
A childbirth, parturition, of women, Il.19.119, h.Cer. 101, IG42(1).121.15,17 (Epid., iv B. C.), Herophil. ap. Sor.2.53; of animals, Il.17.5; πλὴν ὅταν τ. παρῇ S.Fr.477; ποιεῖσθαι τὸν τ. Arist. HA542a25, etc.: pl., τόκοισί τε ἀγόνοις γυναικῶν S.OT26, cf. 173 (lyr.), E.Med.1031, etc. b the time of parturition, ὁ τ. τῆς γυναικός Hdt.1.111; period of gestation, ἐνιαύσιος ὁ τ. Arist. GA777b13. c ἡ φύσις τοῦ παιδίου τοῦ ἐν τόκῳ in the foetal stage, Hp.Nat.Puer.tit. (as cited in Mul.1.1). II offspring, of men or animals, πάντων Ἀργείων ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Il.7.128, cf. 15.141; of an eagle, ἐλθὼν ἐξ ὄρεος, ὅθι οἱ γενεή τε τόκος τε Od.15.175; μήλων τ. E. Cyc.162; Οἰδίπον τ. his son, A.Th.372, cf. 407, etc. (but also, daughter, θεὰ γεγῶσα καὶ θεοῦ πατρὸς τ. E.Andr. [1254]); fry of fish, Arist. HA 543a4; litter of pigs, πασῶν τῶν συῶν ἀπὸ τόκου χοῖρον λαμβάνειν X. Lac.15.5. 2 metaph., produce of money lent, hence interest (cf. S.Fr.477 (punningly), Sophr. 35, Pl.R.555e, Arist.Pol.1258b5), Pi.O.10(11).9, etc.; τ. ἐπίτριτος, v. h. v.; τ. πεντώβολος interest at 5 obols per month on the mina, IG 11(2).146 B 17 (Delos, iv B. C.); τ. πεντεκαιδέκατος, i. e. 100/15 = 6 2/3 %, SIG672.23 (Delph., ii B. C.); sg. and pl., IG12.324.5, Ar.Nu.18,20, 34, etc.; τόκους ἀποδοῦναι ib.739, etc.; κομίζεσθαι Pl. l. c., PEnteux. 32.13 (iii B. C.); λαμβάνειν ἀπό τινος Is.8.35; ἀπολαμβάνειν Lys.17.3; δανείζειν ἐπὶ τόκῳ Pl.Lg.742c; ὀφείλειν ἐπὶ τόκῳ Isoc.17.7; τόκοι τόκων compound interest, Ar.Nu.1156; τόκος τόκου Thphr.Char.10.10; τῶν τόκων ἔχων τόκους Men.870:—Ar. plays on the double meaning of the word, Th.843 sq.; so also Pl.R.507a, Plu.2.433e. 3 metaph., interest, [γῄδιον] ὅτι λάβοι σπέρμα . . δικαίως ἀπεδίδου αὐτό τε καὶ τόκον X.Cyr.8.3.38, cf. Philem.231, 88.10; οἱ δ' εἰς τὸ γῆρας ἀναβολὰς ποιούμενοι, οὗτοι προσαποτίνουσι τοῦ χρόνου τόκους Men.235.9; offspring, ἢ τίκτων λόγους ἢ τὸν ἑτέρων τόκον λαμβάνων Lib.Or.12.94; bringing forth, ib. 17.38. 4 oppression, as translation of Hebr. τōκη, LXX Ps.71 (72).14, Je.9.6.
German (Pape)
[Seite 1126] ὁ, 1) das Gebären; Ἀλκμήνης δ' ἀπέπαυσε τόκον, Il. 19, 119; h. Cer. 101; auch von Thieren, Il. 17, 5 (vgl. Xen. oec. 7, 341; πλὴν ὅταν τόκος παρῇ, Soph. frg. 424; οὔτε τόκοισιν ἰηΐων καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες, O. R. 173, vgl. 26; πρὸ μέλλοντος τόκου, Eur. El. 626; οὐ σὲ μήτηρ ἐν τόκοισι σοῖσι θαρσυνεῖ, Alc. 319, u. öfter; Ar. Th. 845 Lys. 742;. Plat. Soph. 242 d u. A. – 2) das Geborene, das Junge, übh. Nachkommenschaft; πάντων Ἀργείων ἐρέων γενεήν τε τόκον τε, Vorfahren und Nachkommenschaft, od. Geschlecht und Abkunft, Il. 7, 128, vgl. 15, 141; auch vom Adler, ἐλθὼν ἐξ ὄρεος, ὅθι οἱ γενεή τε τόκος τε, Od. 15, 175; Οἰδίπου τόκος, der Sohn des Oedipus, Aesch. Spt. 354. 389, u. öfter, wie Soph. u. Eur.; selten in Prosa, ὁ τόκος τῆς γυναικός, Her. 1, 111; von Thieren, Arist. H. A. 5, 9. – 3) Uebertr., der Gewinn von ausgeliehenem Gelde, Zins, Wucher; Pind. Ol. 11, 9; Ar. Nub. 18. 20 u. öfter; δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Plat. Legg. V, 742 c; u. wo die Uebertragung recht einleuchtet, τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, von Kapital und Zinsen, Rep. VIII, 555 e; τόκους ἀπολαμβάνειν, Lys. 17, 3; oft bei Rednern, τόκον ὃς ἔτυχεν ἐν Σηστῷ ὢν ἐπόγδοον, Dem. 50, 17, vgl. 53, 13, d. i. ἐπ' ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου, monatlich von einer Mine, = 600 Obolen, 8 Obolen Zins, nach unserer Weise zu rechnen 16 pCt.; andere Zinsfüße sind ἐπίτριτος, ἐπίπεμπτος, ἐπιδέκατος, Arist. rhet. 3, 10, d. i. 6, 10, 20 pCt. Vgl. ἔγγειος, ναυτικός. – Auch Ertrag des Ackers, Xen. Cyr. 8, 3, 38.
Greek (Liddell-Scott)
τόκος: ὁ, (√ΤΕΚ, τίκτω) τὸ τίκτειν, τοκετός, γέννα ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Τ. 119, Ὕμν. εἰς Δήμ. 101· ἐπὶ ζῴων, Ἰλ. Ρ. 5· πλὴν ὅταν τ. παρῇ Σοφοκλ. Ἀποσπ. 424· ἀπὸ τόκου, εὐθὺς μετὰ τὸν τοκετόν, Ξεν. Λακ. 15, 5· ποιεῖσθαι τοὺς τ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 8, κλπ.· ἐν τῷ πληθ., τόκοισί τ’ ἀγόνοις γυναικῶν Σοφ. Ο. Τ. 26, πρβλ. 173, Εὐρ., κλπ. β) ὁ χρόνος τοῦ τοκετοῦ, ὁ τ. τῆς γυναικὸς Ἡρόδ. 1. 111· τῶν μὲν ἐνιαύσιος ὁ τ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 10. 4. ΙΙ. τὸ τεχθέν, τὸ τέκνον, υἱός, πάντων Ἀργείων ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Ἰλ. Η. 128, πρβλ. Ο. 141· ἐπὶ ἀετοῦ, ἐλθὼν ἐξ ὄρεος, ὅθι οἱ γενεή τε τόκος τε Ὀδ. Ο. 175, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 162· Οἰδίπου τόκος, υἱὸς αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 372, πρβλ. 407, κλπ.· - τὰ τῶν ἰχθύων νεόττια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 9, 4· - γέννημα, τὸ παραγόμενον τῇ ἐνεργείᾳ τινός, Ἡλίου Πλούτ. 2. 433E· [ἡ γῆ] τόκους δίδωσιν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 51c, πρβλ. 4. 10. 2) μεταφορ., ὡς καὶ νῦν, τὸ κέρδος ὅπερ φέρουσι τὰ δανεισθέντα χρήματα, κοινῶς «διάφορο», Λατ. usura, (ὡς ὁ Σαιξπῆρος λέγει περὶ τῶν τοκιστῶν ὅτι ‘take a bread of barren metal’, κάμνω νὰ γεννήσῃ ἄγονον μέταλλον, πρβλ. Σοφοκλ. Ἀποσπ. 424, Πλάτ. Πολ. 555E, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 10, 5)· τόκος ὀνάτωρ Πινδ. Ο. 11 (10). 12· ἐν τῷ ἑνικῷ καὶ πληθ., Ἀριστοφ. Νεφ. 18, 20, 34, κλπ.· τόκους ἀποδοῦναι αὐτόθι 739, κλπ.· κομίζεσθαι Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· λαμβάνειν ἀπό τινος Ἰσαῖ. 72. 45 ἀπολαμβάνειν Λυσί. 148. 16· ἐπὶ τόκῳ δανείζειν Πλάτ. Νόμ. 742C· ἐπὶ τόκῳ ἢ τόκον δανείζεσθαι Δημ. 13. 20., 1212. 1· ὀφείλειν ἐπὶ τόκῳ Ἰσοκρ. 359D· τόκοι τόκων, σύνθετος τόκος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1140· τῶν τόκων ἔχων τόκους Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 168· πρβλ. ἐπίτοκος ΙΙ, ἐπίτριτος 4· καὶ περὶ τοῦ ὅλου ζητήματος τοῦ τόκου παρ’ Ἕλλησιν ἴδε Böckh. P. E. 1. 164 κἑξ.· - ὁ Ἀριστοφ. παίζει ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξ. ἐν Θεσμ. 843 κἑξ. 3) ἐπὶ τῶν καρπῶν καὶ γεννημάτων τῆς γῆς, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 38 οἱ δ’ εἰς γῆρας ἀναβολὰς ποιούμενοι, οὗτοι προσαποτίνουσι τοῦ χρόνου τόκους Μένανδρος ἐν «Θησαυρῷ» 1. 8. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 533, 537.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. action d’enfanter ou de mettre bas, enfantement : ἀπὸ τόκου XÉN dès la naissance ; particul. époque de l’enfantement;
II. ce qui est enfanté :
1 enfant, rejeton ; race, postérité;
2 petit ou portée d’un animal;
3 produit ou fruits que fournit la semence d’un champ;
4 produit de l’argent prêté, intérêts, revenu.
Étymologie: τίκτω.
English (Autenrieth)
bringing forth, delivery; offspring, young, Il. 15.141, Od. 15.175.
English (Slater)
τόκος
1 payment with interest met. ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκος θνατῶν† (cf. χρέος v. 8; Schadewaldt, 278̆{1}) (O. 10.9)
English (Strong)
from the base of τίκτω; interest on money loaned (as a produce): usury.