ἀλέα

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέα Medium diacritics: ἀλέα Low diacritics: αλέα Capitals: ΑΛΕΑ
Transliteration A: aléa Transliteration B: alea Transliteration C: alea Beta Code: a)le/a

English (LSJ)

(A), [ᾰλ], Ion. ἀλέη, ἡ, (ἄλη, ἀλέομαι)

   A avoiding, escape, ἐγγύθι μοι θάνατος . . οὐδ' ἀλέη Il.22.301 (not in Od.); οὐκ ἔστιν ἀ. οὐδὲ σκέπη Hp.Aër.19: c.gen., shelter from athing, ὑετοῦ Hes. Op.545.—Ep.and Ion. word. ἀλέα (B), [ᾰλ], Ion. ἀλέη, ἡ, contr. ἀλῆ Androm. ap. Gal.14.33, cj. in Babr.18.11 :—warmth, heat, of fire, Od.17.23 (not in Il.), Jul.Mis.341c; generally, warmth, or warm spot, ἐν ἀλέῃ γενέσθαι Hp.VM16, cf. Diocl.Fr.141; ἐσενεγκὼν ἐς ἀ. Hp.Aër.8; χρέεσθαι περιπάτοις ἐν ἀ. Id.Vict.3.68; ἐν ἀ. κατακείμενος Ar.Ec.541; ἀλέας καὶ ψύχους in heat and cold, Pl.Erx.401d, cf. Arist.EN1148a8; πνῖγος καὶ ἀ. Id.Metaph.1026b34; ἐν ταῖς ἀ. in the hot season, Id.Pr.939b9: later, animal, bodily heat, Plu.2.131d, Ael.NA3.20, Aristid.Or.48 (24).22; generally, source of warmth, τὸ ἔριον ἡμῖν κόσμος καὶ ἀ. Porph.Abst.1.21, etc.: in pl., fomentations, Alex. Trall.Febr.3.

German (Pape)

[Seite 91] ἡ (att. ἁλέα, vgl. εἵλη, ἥλιος), Sonnenwärme, Hom. cinmal, Od. 17, 23; Ar. Eccl. 541; übh. Wärme, Ggstz ψῦχος, Plat. Eryx. 401 d; Plut. de prim. frig. 4. ἡ, das Vermeiden, Hom. einmal, ll. 22, 801; ὑετοῦ ἀλἐη, Schutz gegen den Regen, Hes. O. 543.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέα: [ᾰλ], (Α), Ἰων. ἀλέη, ἡ, (ἄλη, ἀλέομαι) ἄλυξις, διαφυγή, ἀπόδρασις, ἐγγύθι μοι θάνατος ... οὐδ’ ἀλέη, Ἰλ. Χ. 301 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.): - μετὰ γεν., προφυλακτήριον, σκέπη, ὑετοῦ, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 543· πρβλ. ἀλεωρή. Ἐπ. λέξις.

French (Bailly abrégé)

2ας (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: DELG cf. a.-sax. swelan « brûler lentement », vha. schwelen.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. ἀλέη

• Prosodia: [ᾰ-]
1 escapatoria, salvación, remedio, ἐγγύθι μοι θάνατος ... οὐδ' ἀλέη Il.22.301.
2 protección, abrigo c. gen. ὑετοῦ Hes.Op.545, abs. τὸ ἔριον ... ἡμῖν κόσμος καὶ ἀλέα Porph.Abst.1.21.
3 arq., prob. galería, pasaje a la entrada de un templo ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν ICallatis 35.39 (III a.C.).

• Etimología: Cf. ἀλέομαι.
-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. ἀλέη Od.17.23, Hp.VM 16; contr. ἀλῆ Babr.18.11

• Prosodia: [ᾰ-]
1 calor, Od.l.c., ἀλέας καὶ ψύχους Pl.Erx.401d, ἀλέα ἰσχύουσα σήπει Arist.HA 570a23, cf. PA 652a8, Ael.NA 3.20, ὁ δ' ἥλιος ... προσῆγε τὴν ἀλέαν πλείω Babr.18.11, cf. Aesop.46.1, ἐν ταῖς ἀλέαις en verano Arist.Pr.939b9
en sent. local op. αἰθρίη: ἐν ἀλέῃ γενέσθαι estar al calor Hp.l.c., εἰσενεγκεῖν εἰς ἀλέην Hp.Aër.8, cf. 19, Aret.CA 1.1.1, ἐν ἀλέᾳ κατακείμενος Ar.Ec.541
calor corporal ἡ ἀ. τῆς ζωῆς τοῦ σκήνεος Aret.CA 1.4.2, cf. Plu.2.131d
fig. vestido Ar.Fr.591.68.
2 en plu. paños calientes, fomentos Gal.11.60, Alex.Trall.1.347.14.

• Etimología: Suele compararse a lituan. svìlti ‘quemar’ y c. otro vocalismo εἵλη, aaa. schwelen, as. swelan ‘quemar lentamente’.

Greek Monolingual

(I)
ἀλέα, η (Α)
1. διαφυγή, διέξοδος, απόδραση
2. καταφύγιο, σκέπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. ἀλεF- (< θ. του ρημ. ἀλέομαι)
πιθ. αναλογικός σχηματισμός κατά το φυγή.———————— (II)
ἀλέα, η (Α)
1. (για τη φωτιά ή τον ήλιο) ζέστη, θερμότητα
2. θερμό μέρος
(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)
3. αιτία, πηγή θερμότητας
4. θερμότητα ζωική ή σωματική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέα, λόγω της καταλήξεώς της (-έα), πρέπει να προέρχεται από ρηματική ρίζα (πρβλ. λ.χ. γενεά < γίγνομαι, δωρεά < δωρῶ. ἰδέα < ἰδεῖν). Τέτοια ρίζα δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, αλλά απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται συνήθως με το αγγλοσαξον. swelan, νεώτερο γερμαν. schwelen «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. svilti «καψαλίζω, -ομαι». Η ετυμολογική αυτή σύνδεση ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή άποψη ότι η λ. ἀλέα αρχικά δασυνόταν (επομένως ο τ. ἀλέα, προέκυψε με ιωνική ψίλωση), καθώς και από το γεγονός ότι δεν μαρτυρείται παρουσία αρχικού F στα Ελληνικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεάζω, ἀλεαίνω, ἀλεεινός, ἀλεής.———————— (III)
η
δενδροστοιχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. allee «διάδρομος κήπου»].