διασπορά
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
ἡ, (διασπείρω)
A scattering, dispersion, Plu.2.1105a, LXX Je.15.7; δ. ψυχική Ph.2.426. 2 collectively, = οἱ διεσπαρμένοι, LXXDe.28.25, Ev.Jo.7.35: pl., LXXPs.146(147).2.
German (Pape)
[Seite 603] ἡ, das Zerstreuen, die Zerstreuung, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
διασπορά: ἡ, (διασπείρω) διασκόρπησις, διασκορπισμός, Πλούτ. 2. 1105Α, Ἑβδ. 2) περιληπτικῶς = οἱ διεσπαρμένοι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 35, πρβλ. Δευτερ. κη΄, 25, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
dispersion.
Étymologie: διασπείρω.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
1 gener. dispersión como acción ἣν (τὴν διάλυσιν τῆς ψυχῆς) Ἐπίκουρος εἰς κενόν καὶ ἀτόμους διασπορὰν ποιῶν (la disolución del alma) que Epicuro considera una dispersión hacia el vacío y los átomos Plu.2.1105a, διασποραὶ ἀτόμων Plu.2.1109f, τῆς τέφρας Plu.Sol.32, ἕνωσις ἐκ πολυφωνίας καὶ διασπορᾶς Clem.Al.Prot.9.88, ψυχική Ph.2.426, δώσω ὑμᾶς εἰς διασπορὰν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς os dispersaré por todos los reinos de la tierra LXX Ie.41.17, De.28.25.
2 como resultado de la acción, gener. de pers. dispersión, diáspora εἰς τὴν διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων Eu.Io.7.35, esp. ref. a los judíos διασπερῶ αὐτοὺς ἐν διασπορᾷ LXX Ie.15.7, ἀνέβησαν ἐκ τῆς διασπορᾶς οὗ διεσπάρησαν LXX Iu.5.19, ἐν διασπορᾷ μεταξὺ ἐθνῶν ὄντες Const.App.6.24.5, a los cristianos αἱ δώδεκα φυλαὶ αἱ ἐν τῇ διασπορᾷ Ep.Iac.1.1, παρεπίδημοι διασπορᾶς Πόντου 1Ep.Petr.1.1, como lugar de exilio τοῖς ... ἐπισκόποις οἳ νῦν εἰσιν ἐν τῇ διασπορᾷ Basil.Ep.195.
3 ref. a las personas dispersas diáspora, comunidad de la diáspora judía αἱ διασποραὶ τοῦ Ισραηλ LXX Ps.146.2
•gener. tropa dispersa, grupo disperso de personas τοῦς γονεῖς ... τὴν διασπορὰν ἐπαναγαγεῖν βουλομένους Basil.Ep.169.
4 distribución, reparto τῶν χρημάτων Diad.Perf.66.
English (Strong)
from διασπείρω; dispersion, i.e. (specially and concretely) the (converted) Israelite resident in Gentile countries: (which are) scattered (abroad).
English (Thayer)
διασπορᾶς, ἡ (διασπείρω, cf. such words as ἀγορά, διαφθορά) (Vulg. dispersio), a scattering, dispersion: ἀτομων, opposed to σύμμιξις καί παραζευξις, Plutarch, mor., p. 1105a.; in the Sept. used of the Israelites dispersed among foreign nations, נִדְחִים, expelled, outcasts); εἰς τήν διασποράν τῶν Ἑλλήνων, unto those dispersed among the Greeks (Winer's Grammar, § 30,2a.), Christians (i. e. Jewish Christians (?)) scattered abroad among the Gentiles: ἐν τῇ διασπορά, namely, οὖσι); παρεπίδημοί διασπορᾶς Πόντου, sojourners far away from home, in Pontus, παρεπίδημος). (BB. DD. under the word <TOPIC:Dispersion>; especially Schürer, N. T. Zeitgeseh. § 31.)
Greek Monolingual
η (AM διασπορά)
1. διασκόρπιση, διασκορπισμός
2. οι διεσπαρμένοι
όλοι οι μετανάστες και οι απόγονοι τους σε όλα τα σημεία της γης («οι Έλληνες της διασποράς», «οι Ιουδαίοι της διασποράς», «ή διασπορά»)
νεοελλ.
φρ.
1. «διασπορά ψευδών ειδήσεων, φημών κ.λπ.» — η διάδοση
2. «διασπορά νόσου» — η γενίκευση νόσου από την αρχική της εστία («διασπορά καρκίνου, φυματίωσης» κ.λπ.).