διαρρήγνυμι

From LSJ
Revision as of 22:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρήγνῡμι Medium diacritics: διαρρήγνυμι Low diacritics: διαρρήγνυμι Capitals: ΔΙΑΡΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: diarrḗgnymi Transliteration B: diarrēgnymi Transliteration C: diarrignymi Beta Code: diarrh/gnumi

English (LSJ)

   A break through, Hom. only in Med., διά τε ῥήξασθαι ἐπάλξεις Il.12.308; διαρρήξασα χαλινόν having broken the bridle asunder, Thgn.259; μόγις ἂν . . διαρρήξειας [τὴν κεφαλήν] Hdt.3.12; πλευρὰν διαρρήξαντα . . φασγάνῳ having cloven it, S.Aj.834; δ. τὰς χορδάς Pl.Phd.86a:—Pass., burst, as with eating, X.Cyr.8.2.21, Anaxil.25, Phoenicid.3, etc.; δ. μυρίων ἀγαθῶν Men.10D.; with passion, διαρραγήσομαι Ar.Eq.340; ὑπὸ φθόνου Luc.Tim.40; οὐδ' ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος D.18.21, cf. 87; διαρραγείης, as a curse, 'split you!' Ar.Av.2, etc.: pf. διέρρωγα to be broken or torn, διερρωγυιῶν τῶν χορδῶν Pl.Phd. l. c.; ἀκεσαμένη τὸ διερρωγός Arist.HA623a18; ὑπόδημα δ. Plu.2.82b: later pf. part. Pass. διερρηγμένος Jul.Or.2.64c.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρήγνῡμι: μέλλ. διαρρήξω· ― διασχίζω, διασπῶ, Ὅμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διά τε ῥήξασθαι ἐπάλξεις Ἰλ. Μ. 308· διαρρήξασα χαλινὸν Θέογν. 259· μόγις ἂν… διαρρήξειας [τὴν κεφαλὴν] Ἡρόδ. 3. 12· πλευρὰν διαρρήξαντα… φασγάνω, διασχίσαντα, Σοφ. Αἴ. 834· δ. τὰς χορδὰς Πλάτ. Φαίδωνι 86Α· ― μεταγεν. διαρρήσσω, Βαβρ. 38. 7.― Παθ., διασχίζομαι, «σκάνω», κατὰ διαφόρους τρόπους, οἷον ἐκ πολυφαγίας, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 21, Ἀναξίλ. Πλουσ. 1, κτλ.· ἐξ ὀργῆς, διαρραγήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 340· οὐδ’ ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος Δημ. 232. 12, πρβλ. 254. 19· διαρραγείης, ὡς κατάρα : «νὰ σκάσῃς», Ἀριστοφ. Ὄρν. 2, κτλ. ― πρκμ. διέρρωγα, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Πλάτ. Φαίδωνι ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 4.

French (Bailly abrégé)

f. διαρρήξω, ao. διέρρηξα, pf. διέρρωγα;
1 mettre en pièces, faire éclater : διερρωγυῖαι χορδαί PLAT cordes brisées ; διερρωγὼς χιτών PLUT tunique crevée ; • au Pass. (ao.2 διερράγην) être mis en pièces ; se rompre, éclater ; fig. éclater ou crever (d’avoir trop mangé) ; éclater (de colère, de jalousie, etc.) ; διαρραγείης AR puisses-tu crever;
2 briser en perçant : πλευρὰν δ. φασγάνῳ SOPH percer le flanc d’un glaive.
Étymologie: διά, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διέρηξε SEG 37.1001.14 (Lidia II/III d.C.); perf. part. διερρηχώς LXX 2Re.15.32]
I tr.
1 c. ac. de concr. desgarrar, rasgar, romper ἵππος ... διαρρήξασα χαλινόν Thgn.259, ἐπειδὰν ... διαρρήξῃ τὰς χορδάς Pl.Phd.86a, cf. Grg.484a, τὰ τέκνα ... τὴν γαστέρα τῆς μητρὸς διαρρήγνυσιν Arist.Mir.846b21, τούτους (πλαταμῶνας) Plb.10.48.7, τὴν ἀσπίδα D.S.17.20, ὀχῆας Triph.359, τὰ ἱμάτια LXX Le.21.10, Eu.Matt.26.65, Eu.Marc.14.63, Act.Ap.14.14, χιτῶνα LXX 2Re.l.c., Orph.H.19.16, Nonn.D.2.637, 9.254, πληγάς μοι ἐπήγαγεν καὶ τὴν ἐσθῆτα μου διέρ<ρ>ηξεν SB 7449.11 (V d.C.), τοὺς ἀνέμους ... διαρρηγνύντας τὰ σκάφη D.P.Au.3.1, las cadenas AP 5.230 (Paul.Sil.), fig. de pers. διαρρήξαντες ... τοὺς χαλινούς D.H.6.72, πάντα δεσμὸν πάθους καὶ σωματικῆς ἀνάγκης διαρρήξαντες Ph.1.76, de soldados διαρρῆξαι τὰς τάξεις I.BI 2.518, c. ac. y dat. instrum. μόγις ἂν λίθῳ ... διαρρήξειας (τὰς κεφαλάς) Hdt.3.12, πλευρὰν διαρρήξαντα τῷδε φασγάνῳ S.Ai.834, μιᾷ πληγῇ τὴν κεφαλήν σου διαρρήξω D.L.6.48, ἵππον (el caballo de Troya) ... ἀμφιτόμοισι διαρρῆξαι πελέκεσσιν Triph.254, νῆσον ὅλην τριόδοντι διαρρήξας de Posidón, Nonn.D.18.37
tb. en v. med. διά τε ῥήξασθαι ἐπάλξεις Il.12.308
en v. pas. ὥστε μὴ μόνον τὴν ἐσθῆτα <α>ὐτῆς διαραγῆναι ἀλλὰ καὶ σῶμα POxy.3620.13 (IV d.C.), cf. PMich.659.130 (VI d.C.), ὑδρηλαῖς νεφέλῃσι διερρήγνυντο κολῶναι Nonn.D.2.474
fig. de pers. romper en pedazos τοὺς μὲν ἀσθενεῖς καὶ λεπτοὺς ... ὑπὸ δὲ τῶν δυνατῶν καὶ πλουσίων διαρραγήσεσθαι Plu.Sol.5
part. perf. pas. subst. τὸ διερρηγμένον el roto, la brecha τοῦ τείχους Iul.Or.3.64c
tb. ref. a abstr. lo roto, lo discontinuo χρησιμώτερόν ἐστι ... τὸ συνεχὲς τοῦ διερρηγμένου es más útil lo continuo que lo discontinuo en la narración de una historia, D.S.1.3.
2 c. ac. de pers. destrozar, matar Ἀπφίαν ... διέρηξε SEG l.c., τὸν δὲ Βούσιριν ... διέρρηξεν D.Chr.8.32
c. ac. de abstr. destrozar, aniquilar ἰσχὺν βασιλέων διαρρήξω LXX Is.45.1.
3 jur. revocar ᾧ γε ἐξῆν διαρρῆξαι τὸ γενόμενον para el que (el testador) era posible revocar lo hecho (el testamento) Iust.Nou.107.2.
II intr.
1 en aor. med.-pas. romperse de un cristal μὴ πεσὼν διαρραγῇ Mesom.13.11, de una cuerda οὐκ ... ῥᾳδίως διαρραγῆναι Aen.Tact.18.14, τοῦ σχοινίου διαρραγέντος Hierocl.Facet.112
en perf. part. roto διερρωγυιῶν τῶν χορδῶν Pl.Phd.86a, ἀκεσαμένη πρῶτον τὸ διερρωγός Arist.HA 623a18, διερρωγὸς ὑπόδημα Plu.2.82b.
2 reventar en v. act. y med.-pas., de pers. y de anim. ἡ γαστήρ por causa de la comida, Hp.Int.42, cf. Ar.Pax 32, X.Cyr.8.2.21, Phoenicid.3, Thphr.HP 8.4.5, de un pez, Opp.H.2.210, διαρραγήσομαι voy a reventar Ar.Eq.340, cf. Men.Sam.475, Aesop.237, de un lagarto, Babr.41.1, como maldición διαρραγείης así reventaras Ar.Au.2, 1257, Ec.803, Pl.279, 892, κἂν διαρραγῶσί τινες τούτων aunque algunos de éstos revienten D.18.87, fig. de la tierra por un terremoto, D.C.68.28.1, c. part. διαρραγήτω χἄτερος δειπνῶν τις εὖ Anaxil.25, οὐδ' ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος ni aunque revientes por mentiroso D.18.21, ἂν ... πίνων διαρραγείη Bio Bor.34, εἰ κωπηλατοῦντα διαρρήγνυσθαι δέοι Teles p.27, κἂν διαρραγῶσιν ἐπαινοῦντες aunque revienten aplaudiendo Luc.Hist.Cons.10, c. gen. de causa διαρρηγνύμενον ἀγαθῶν μυρίων Men.Fr.353, c. ὑπό y gen. ὅπως οἱ κόλακες ἐκεῖνοι διαρραγῶσιν ὑπὸ τοῦ φθόνου Luc.Tim.40, ἐμοὶ δὲ ὑπὸ τοῦ γλεύκους διαρρήγνυσθαι τὴν γαστέρα que mi estómago reviente por el moscatel Luc.Sat.22
rasgarse, desgarrarse τὰ στήθεα en una enfermedad de pulmón, Hp.Morb.3.7
irrumpir τοῦ δὲ ἥπατος ... ἡ χολὴ φλέγματος καὶ αἵματος πλησθεῖσα, διαρρήγνυται Hp.Int.29.

English (Thayer)

and διαρρήσσω (R G; see below)); 1st aorist διέρρηξα; imperfect passive 3rd person singular διερρήγνυτο (διερηγνυτο and T Tr WH διερησσετο (L marginal reading διερρήσσετο), also L T Tr WH διαρησσων in WH have διερηξεν in διαρηξας in π)); to break asunder, burst through, rend asunder: τά δεσμά, τό δίκτυον, passive, τά ἱμάτια, χιτῶνας, to rend, which was done by the Jews in extreme indignation or in deep grief (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Dress, 4): Josephus, b. j. 2,15, 4. (the Sept. (Homer), Sophocles, Xenophon, subsequent writings.)

Greek Monotonic

διαρρήγνῡμι: μέλ. -ρήξω — Παθ. μέλ. βʹ -ρᾰγήσομαι, αόρ. βʹ δι-ερράγην [ᾰ]· ξεσχίζω, διασπώ, σε Ομήρ. Ιλ. (στη Μέσ.), σε Ηρόδ., Σοφ. — Παθ., εκρήγνυμαι, ξεσπώ, σκάζω, από την πολυφαγία, σε Ξεν.· από το πάθος, σε Αριστοφ.· διαρρᾰγείης, λέγεται ως κατάρα, «να σκάσεις!», στον ίδ.· παρακ. διέρρωγα, με την ίδια σημασία, σε Πλάτ.