πτηνός
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
English (LSJ)
ή, όν, Dor. πτανός, ά, όν; also ός, όν Pl.Prt.320e: (πτῆναι, πέτομαι):—
A flying, winged, Διὸς π. κύων, i.e. eagle, A.Pr.1022, cf. Ag.136 (lyr.); π. ὄφις Id.Eu.181; ὄρνις, οἰωνός, S.Ph.955, Ant.1082; Ἔρως, ἵπποι, E.Hipp.1275 (lyr.), IT193 (lyr.); ἅρμα Pl.Phdr.246e; also of arrows, π. ἰοί S.Ph.166 (anap.); βέλη E.HF179; π. φυγή, of birds, Pl.Prt.320e. 2 τὰ π. winged creatures, birds, A.Ch.591 (lyr.), S.Aj.168 (anap.), E.Ion 504 (lyr.), etc.; πτηνὸν ὀρνίθων γένος Ar. Av.1707; πτηνῶν γένη Id.Th.46; opp. τὰ πεζά, Pl.Smp.207a; opp. τὰ πεζά and τὰ πλωτά, Arist.HA488a1, cf. 542a23: hence πταναὶ θῆραι the pursuit of winged game, S.Ph.1146 (lyr.); ἡ [θήρα] τῶν π. Pl. Lg.823b: of young birds, fledged, E.Tr.146 (lyr.). 3 swift-footed, παρδάλεις, κάμηλοι, Lib.Ep.219.5, 1402.3. II metaph., πτηνοὶ μῦθοι, Homer's ἔπεα πτερόεντα, E.Or.1176: but κοῦφοι καὶ π. λόγοι fleeting, idle words, Pl.Lg.717d; π. ὄνειροι E.IT571; πτηνὰς διώκεις ἐλπίδας fleeting hopes, Id.Fr.271. 2 πτανὰ ἰσχύς soaring, aspiring strength, Pi.Fr.107.3.
German (Pape)
[Seite 809] befiedert; Διὸς κύων ἀετός, Aesch. Prom. 1024, vgl. Ag. 134 Ch. 584; ὄφις, Eum. 172; πέλεια, ὄρνις, Soph. Ai. 140 (wie Ar. Av. 1084, Eur. Troad. 148) Phil. 943; οἰωνός, Ant. 1082; auch substantivisch, der Vogel, πτηνῶν ἀγέλαι, Ai. 168; ἰοί, Phil. 166; dah. θῆραι, 1031; oft bei Eur., πτηνὸς κῶμος πελειῶν Ion 1196, πτηνοῖσι μύθοις Or. 1176 (wie die πτερόεντα ἔπη des Hom.); auch βέλη, Herc. Fur. 179; πτανὸν ὄνειρον, Phoen. 1539; πτηνὸν ὀρνίθων γένος, Ar. Av. 1705; in Prosa: Ggstz von πεζός, Plat. Polit. 264 e; Conv. 207 b, vgl. Luc. Halc. 7; auch übertr. κούφων καὶ πτηνῶν λόγων, flüchtig, Legg. IV, 717 c; Ax. 366 a.
Greek (Liddell-Scott)
πτηνός: -ή, -όν, Δωρ. πτανός, ά, όν· ὡσαύτως ός, όν Πλάτ. Πρωτ. 320Ε· (πτῆναι, πέτομαι)· - ὁ ἔχων πτερὰ ἢ πτέρυγας, ὁ δυνάμενος νὰ πέτηται, κοινῶς «πετούμενος» ἢ «πετάμενος», Διὸς πτ. κύνες, οἱ ἀετοί, Αἰσχύλ. Πρ. 1022, Ἀγ. 136· πτ. ὄφις ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 181· ὄρνις, οἰωνὸς Σοφ. Φιλ. 955, κτλ.· Ἔρως, ἵπποι Εὐρ. Ἱππ. 1275, Ι. Τ. 193· ἅρμα Πλάτ. Φαῖδρ. 246Ε· ὡσαύτως ἐπὶ βελῶν, πτ. ἰοὶ Σοφ. Φιλ. 166· βέλη Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 179· πρβλ. πτερόω. 2) τὰ πτηνά, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς τὰ «πετούμενα», Αἰσχύλ. Χο. 591, Σοφ. Αἴ. 168, Εὐρ., κλπ· καλοῦνται πτηνὸν ὀρνίθων γένος ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 1705· πτηνῶν γένη ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 46· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πεζά, Πλάτ. Συμπ. 207Β· πρὸς τὰ πεζὰ καὶ τὰ πλωτά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1.1, 53. πρβλ. 4.8, 5· περιλαμβάνοντα τὰς νυκτερίδας καὶ τὰ πετόμενα ἔντομα ὡς καὶ τὰ ὄρνεα (ἴδε ἐν λ. πτερωτός)· - ὅθεν, πταναὶ θῆραι, τὸ κυνήγιον τῶν πτηνῶν, Σοφ. Φιλ. 1146· ἄλλως, ἡ θήρα τῶν πτηνῶν ὑπὸ τοῦ Πλάτ. ἐν Νόμ. 823Β· - ἐπὶ νεοσσῶν, ὁ πτερωτὸς γενόμενος, Seid ., εἰς Εὐρ. Τρῳ. 147. ΙΙ. μεταφορ., πτηνοὶ μῦθοι, ὡς τὰ τοῦ Ὁμήρου ἔπεα πτερόεντα, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1176· ἀλλά, κοῦφοι καὶ πτ. λόγοι, ἀργοὶ καὶ μάταιοι λόγοι, Πλάτ. Νόμ. 717C· πτ. ὄνειροι Εὐρ. Ι. Τ. 571· πτηνὰς διώκεις ἐλπίδας, ἐλπίδας αἵτινες φεύγουσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 273. 2) πτανὰ ἰσχύς, δύναμις ἔχουσα τάσεις νὰ ὑψωθῇ, νὰ μεγαλουργήσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 3.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
qui vole ; τὰ πτηνά les volatiles, les oiseaux.
Étymologie: R. Πετ, voler ; v. πέτομαι.
English (Thayer)
πτηνη, πτηνον (πέτομαι, πτῆναι), furnished with wings; winged, flying: τά πτηνα, birds (often so in Greek writings from Aeschylus down), 1 Corinthians 15:39.
Greek Monolingual
-ή, -ό(ν) ΜΑ, θηλ. και -ός, και δωρ. τ. πτανός, -ά, -όν, Α
1. αυτός που έχει την ικανότητα να πετά, ο φτερωτός (α. «Διὸς δὲ τοι πτηνὸς κύων, δαφοινὸς ἀετός», Αισχύλ.
β. «θηροβολοῡντα πτηνοῑς ἰοῑς», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτηνόν
ζωολ. βλ. πτηνό
αρχ.
1. μτφ. (για λόγο) αυτός που είναι σαν να πετάει (α. «πτηνοῑσι μύθοις ἀδαπάνως τέρφαι φρένα», Ευρ.
β. «κούφων καὶ πτηνῶν λόγων βαρυτάτη ζημία», Πλάτ.)
2. (για ελπίδα) αυτή που πετά και χάνεται γρήγορα («πτηνὰς διώκεις ἐλπίδας», Ευρ.)
3. αυτός που έχει την τάση για ανύψωση, για μεγαλουργία («πτανὰ ἰσχύς», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- του πέτομαι) + επίθημα -νός (πρβλ. κεδ-νός, στιλπ-νός, στυγ-νός)].