περιφρονέω

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφρονέω Medium diacritics: περιφρονέω Low diacritics: περιφρονέω Capitals: ΠΕΡΙΦΡΟΝΕΩ
Transliteration A: periphronéō Transliteration B: periphroneō Transliteration C: perifroneo Beta Code: perifrone/w

English (LSJ)

   A compass in thought, speculate about, τὸν ἥλιον Ar.Nu. 225 ; τὰ πράγματα ib.741.    II contemn, despise, τινας Th.1.25; τὰ δαιμόνια D.H.1.71, etc.: c. gen., τοῦ ζῆν Pl.Ax.372b; τοῦ πιθανοῦ Plu.Thes.1, cf. Ael.Tact. Praef.3, etc.: metaph., of diseases or difficult patients, defy remedies, Alex. Trall.1.15, Archig. ap. Aët.6.8:— Pass., J.AJ4.5.2.    III intr., to be very thoughtful, οὐ περιφρονοῦσα ἡλικία Pl.Ax.365b (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 599] 1) von allen Seiten überlegen, erwägen, c. accus. der Sache, τὰ πράγματα, Ar. Nubb. 731, vgl. 1486. – 2; darüber hinausdenken, d. i. verachten, wie Ar. Nubb. 226 aus περιφρονῶ τὸν ἥλιον nachher τοὺς θεοὺς ὑπερφρονῶ wird; c. accus., Thuc. 1, 25; Luc. Dem. enc. 8, später auch c. genitiv., Plat. Ax. 372 b; Plut. Thes. 1. – 3; intrans., sehr bedächtig, verständig, weise sein, Plat. Ax. 365 c n. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιφρονέω: σκέπτομαι περί τινος, περισκοπῶ, ἐξετάζω αὐτὸ πανταχόθεν, περιφρονῶ τὸν ἥλιον, «περιεργάζομαι καὶ περισκοπῶ τὴν τοῦ ἡλίου πορείαν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 225, 1503˙ τὰ πράγματα, αὐτόθι 734. ΙΙ. ὡς τὸ ὑπερφρονέω, καταφρονῶ, μετ’ αἰτ., Θουκ. 1. 25, Διον. Ἁλ. 1. 71, κτλ.˙ ὡσαύτως μετὰ γεν., Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Β, Πλουτ. Θησ. 1, κτλ. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι περίφρων, συνετός, σκεπτικός, οὐ περιφρονοῦσα ἡλικία Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 méditer sur tous les points examiner à fond, acc.;
2 regarder de côté, dédaigner, mépriser.
Étymologie: περί, φρονέω.

English (Strong)

from περί and φρονέω; to think beyond, i.e. depreciate (contemn): despise.

English (Thayer)

περιφρόνω;
1. to consider or examine on all sides (περί, III:1), i. e. carefully, thoroughly (Aristophanes nub. 741).
2. (from περί, beyond, III:2), to set oneself in thought beyond (exalt oneself in thought above) a person or thing; to contemn, despise: τίνος (cf. Kühner, § 419,1b. vol. 2, p. 325), Plutarch, others; τοῦ ζῆν, Plato, Ax., p. 372; Aeschines dial. Socrates 3,22).

Greek Monotonic

περιφρονέω: μέλ. -ήσω·
I. περικλείω σε σκέψεις, κάνω υποθέσεις σχετικά με, στοχάζομαι για κάτι, τὸνἥλιον, σε Αριστοφ.
II. παραβλέπω, καταφρονώ, περιφρονώ, σε Θουκ.