ὀργίλος

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργίλος Medium diacritics: ὀργίλος Low diacritics: οργίλος Capitals: ΟΡΓΙΛΟΣ
Transliteration A: orgílos Transliteration B: orgilos Transliteration C: orgilos Beta Code: o)rgi/los

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, (ὀργή II)

   A inclined to anger, irascible, Hp.Epid.1.19, X.Eq.9.7, D.6.33, Arist.EN1108a7: Comp. -ώτερος Id.Cat.10a7, Phld.Ir.p.74 W., J.AJ15.7.4 (v.l. -αίτερος). Adv. -λως, ἔχειν to be angry, D.21.215 ; τινι with one, Id.45.67 ; ἐπί τινι Paus.8.25.6 ; διατίθεσθαι Phld.Ir.p.42 W.: neut. as Adv., ὀργίλον βλέπειν Jul.Or.3.103b, Lib.Or.62.24 : Comp. -ώτερον J.BJ3.2.3.

German (Pape)

[Seite 370] zum Zorne geneigt, jähzornig; neben χαλεπή, Men. bei Stob. fl. 72, 2; Plat. Rep. III, 405 c; Arist. eth. 4, 5 sagt οἱ ὀργίλοι ταχέως μὲν ὀργίζονται καὶ οἷς οὐ δεῖ καὶ ἐφ' οἷς οὐ δεῖ καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ – So heißt auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16), wahrscheinlich in Beziehung auf die Orgien. – Adv., ὀργίλως ἔχειν τινί, = ὀργίζομαι, Dem. 24, 211. 215 u. öfter, wie Luc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργίλος: [ῐ], -η, -ον, (ὀργὴ ΙΙ) ὁ ἔχων κλίσιν εἰς ὀργήν, εὐερέθιστος, εὐκόλως ὀργιζόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955, Ξεν. Ἱππ. 9, 7, Δημ. 73. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 8· ἴδε ἐν λέξ. ὄργιος. - Ἐπίρρ., ὀργίλως ἔχειν, εἶμαι ὠργισμένος, Δημ. 583. 12· τινί, πρός τινα, ὁ αὐτ. 1121, ἐν τέλει· ἐπί τινι Παυσ. 8. 25. 6.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
porté à la colère, irascible;
Cp. ὀργιλώτερος, Sp. ὀργιλώτατος.
Étymologie: ὀργή.

English (Strong)

from ὀργή; irascible: soon angry.

English (Thayer)

ὀργιλη, ὀργίλον (ὀργή), prone to anger, irascible (A. V. soon angry): Xenophon, de re equ. 9,7; Plato (e. g. de rep. 411b.); Aristotle (e. g. eth. Nic. 2,7, 10); others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀργίλος, -η, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, ευέξαπτος («φύσει ὄντα ὀργίλον καὶ φονικώτατον», Ηρωδιαν.)
νεοελλ.
γεμάτος οργή, εξοργισμένος.
επίρρ...
οργίλως (Α ὀργίλως)
με μεγάλο θυμό, με οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργή + επίθημα -ίλος].