ἀτριβής

From LSJ
Revision as of 12:18, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτριβής Medium diacritics: ἀτριβής Low diacritics: ατριβής Capitals: ΑΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: atribḗs Transliteration B: atribēs Transliteration C: atrivis Beta Code: a)tribh/s

English (LSJ)

ές,

   A not rubbed: hence,    1 of places, not traversed, pathless, Th.4.8,29, Ph.2.257, al.; of roads, not worn or used, X.An.4.2.8, App.Hisp.62: generally, fresh, new, X.Mem.4.3.13, cf. Cyr.8.7.22 (v.l. ἀκρ-).    2 of the neck, not galled, Pl.Amat. 134b; ἀ. ζεύγλης Babr.37.1.    II not practised in, πολεμικῶν ἀγώνων D.H.3.52. Adv. -βῶς Poll.5.145.

German (Pape)

[Seite 389] ές, 1) nicht abgerieben, τράχηλος (Plat.) Riv. 134 b; unbeschädigt, neben ἀκήρατος Xen. Cyr. 8, 7, 22, wo aber v. l. ἀκριβής; doch vgl. Mem. 4, 3, 13; ὁδός, unbetreten, dem φανερά entggstzt, An. 4, 2, 8 u. Sp.; so auch von einer Insel, Thuc. 4, 8. – 2) Sp. nicht bewandert, ungeübt worin, πολεμικῶν ἀγώνων Dion. Hal. 3, 52.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτριβής: -ές, ὁ μὴ τριβείς, καὶ ἑπομένως: 1) ἐπὶ τόπων, ὃν δὲν διῆλθέ τις, ὁ ἄνευ τρίβου, ἄβατος, ἄνοδος, Θουκ. 4. 8, 29· ἐπὶ ὁδῶν, ἡ μὴ τετριμμένη, ἀπάτητος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ φανερὰ ὁδός, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 8· καθόλου, πρόσφατος, νέος, ἀμετα-χείριστος, Λατ. integer, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 3, 13. 2) ὁ μὴ ἐν κοινῇ χρήσει, ἐκλεκτός, σπάνιος. Εὐστ. Πονημάτ. 54. 5. 3) ὁ μὴ τριβεὶς ἐν ταῖς ἀσκήσεσιν, ἀτριβῆ τὸν τράχηλον ἔχοντα καὶ λεπτὸν ὑπὸ τῶν μεριμνῶν; Πλάτ. Ἀντερ. 134Β· ἀτρ. ζεύγλης Βαβρ. 37. ΙΙ. ὁ μὴ ἐντριβὴς ἔν τινι πράγματι, ἄπειρος, τινος Διον. Ἀλ. 3. 52. - Ἐπίρρ. -βῶς Πολυδ. Ε, 145.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 non usé par le frottement ; non endommagé, intact;
2 non usé par la marche ; non frayé (chemin) ; νῆσος ἀτριβής THC île non traversée par des chemins.
Étymologie: ἀ, τρίβω.

Spanish (DGE)

(ἀτρῐβής) -ές
I 1de concr. no desgastado, no trillado de lugares que no tiene caminos (ἡ Σφακτηρία) ὑλώδης καὶ ἀ. ... ἦν Th.4.8, cf. 29, δύναμις ... δι' ὕλης ἀτριβοῦς διελθοῦσα D.H.6.4, διὰ τραχείας καὶ ἀτριβοῦς ἐρήμης Ph.2.107
de caminos no trillado, intransitable, malo κατὰ ἀτριβεῖς ὁδοὺς ἐπορεύοντο X.An.4.2.8, cf. D.H.7.10, Ph.1.294, Poll.3.96, App.Hisp.62
no hollado Σεύθης ... ἐπεὶ δ' ἀφίκετο εἰς χίονα ... ἐσκέψατο εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων ... ἐπεὶ δὲ ἀτριβῆ ἑώρα τὴν ὁδόν ... X.An.7.3.42
fig. inusitado ἀ. δὲ ὁ σχηματισμὸς τῆς μετοχῆς Sch.Er.Il.4.106.
2 c. gen. no desgastado por, fig. sin experiencia de, desacostumbrado a ἄνδρες οὔτε πολεμικῶν ἀγώνων ἀτριβεῖς D.H.3.52, δαμάλης ... ἀτριβὴς ζεύγλης Babr.37.1, abs. ἄνδρα ... ἀτριβῆ τὸν τράχηλον ἔχοντα un hombre de cuello delicado Pl.Amat.134b.
3 de abstr. no sujeto a desgaste o deterioro, intacto τὴν τῶν ὅλων τάξιν συνέχουσιν ἀτριβῆ καὶ ἀγήρατον καὶ ἀναμάρτητον X.Cyr.8.7.22, cf. Mem.4.3.13.
II adv. -ῶς sin desgastarse Poll.5.145.