αὐγή

Revision as of 18:12, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

ἡ,

   A light of the sun, and in pl., rays, beams, πέπτατο δ' αὐ. ἠελίου Il.17.371, cf. Od.6.98, 12.176; ἠελίου ἴδεν αὐγάς, i. e. was born, Il.16.188; ὑπ' αὐγὰς ἠελίοιο, i.e. still alive, Od.11.498,619; Διὸς αὐγάς Il.13.837; αὐγὰς ἐσιδεῖν see the light, i.e. to be alive, Thgn.426, cf. E.Alc.667; λεύσσειν A.Pers.710; βλέπειν E.Andr. 935; ὑπ' αὐγὰς λεύσσειν or ἰδεῖν τι hold up to the light and look at, Id.Hec.1154, Pl.Phdr.268a, cf. Plb.10.3.1; ὑπ' αὐγὰς δεικνύναι τι Ar. Th.500 (πρὸς and ὑπ' αὐγήν, in a full and in a side light, Hp.Off.3); δυθμαὶ αὐγῶν sun-set, Pi.I.4(3).65; ξύνορθρον αὐγαῖς dawning with the sun, A.Ag.254 (lyr.); κλύζειν πρὸς αὐγάς rise surging towards the sun, ib.1182; λαμπροτάτη τῶν παρεουσέων αὐγέων brightest light available, Hp.Fract.3, cf. Arist.PA658a3, Pr.912b14, al.: metaph., βίου δύντος αὐγαί 'life's setting sun', A.Ag.1123 (lyr.); ἤδη γὰρ αὑγὴ τῆς ζόης ἀπήμβλυνται Herod.10.4.    2 αὐγαὶ ἠελίοιο or αὐγαί alone, the East, D.P.84,231.    3 dawn, day-break, Act.Ap.20.11, PLeid.W.11.35.    4 generally, any bright light, πυρὸς αὐγή Od.6.305, cf. Il.2.456; ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαί, of lightning, 13.244; βροντῆς αὐ. S.Ph.1199 (lyr.); of a beacon, Il.18.211, A.Ag.9; λαμπάδος Cratin. post150; distd. from φλόξ, Chrysipp.Stoic.2.186.    5 of the eyes, ὀμμάτων αὐγαί S.Aj.70; αὐγαί alone, the eyes, E.Andr.1180 (lyr.), Rh.737: metaph., ἀνακλίναντας τὴν τῆς ψυχῆς αὐ. Pl.R.540a.    6 gleam, sheen, of bright objects, αὐ. χαλκείη Il.13.341; χρυσὸς αὐγὰς ἔδειξεν Pi.N.4.83; ἀμβρόσιος αὐ. πέπλου E.Med.983 (lyr.); ἠλεκτροφαεῖς αὐ. Id.Hipp.741 (lyr.); αὐ. τῆς κρόκης Men.561; of gems, Philostr.Im.2.8.—Mostly poet., but freq. in Arist., chiefly in the sense of sunlight.

Greek (Liddell-Scott)

αὐγή: ἡ, τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, καὶ κατὰ πληθ. αἱ ἀκτῖνες αὐτοῦ, πέπτατο δ' αὐγή ἡελίου Ἰλ. Ρ. 371, πρβλ., Ὀδ. Ζ. 98., Μ. 176· ἡελίου ἴδεν αὐγάς, ὅ ἐ. ἐγεννήθη, Ἰλ. ΙΙ. 188· ὑπ’ αὐγὰς ἡελίοιο, δηλ. ἐν τῇ ζωῇ, Ὀδ. Λ. 498, 619· ὡσαύτως, ἠχή δ' ἀμφοτέρων ἵκετ’ αἰθέρα καὶ Διὸς αὐγάς, καὶ Δία αἰγλήεντα, Ἰλ. Ν. 837· αὐγὰς ἐσιδεῖν, ὁρᾶν τὸ φῶς, δηλ. ζῆν, Θέογν. 426, Εὐρ. Ἄλκ. 667· αὐγὰς λεύσσειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 710· αὐγὰς βλέπειν Εὐρ. Ἀνδρ. 935· ἀλλά, ὑπ’ αὐγὰς λεύσσειν ἢ ἰδεῖν τι, πλησιζειν τι πρὸς τὸ φῶς καὶ βλέπειν αὐτό, ὁ αὐτ. Ἑκ. 1154, Πλάτ. Φαῖδρ. 267Ε· ὑπ’ αὐγὰς δεκνύναι τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 500· (ἐνῷ πρὸς καὶ ὑπ’ αὐγήν, ἐν Ἱππ. Κατ’ Ἰητρ. 740, ἑρμηνεύονται ὡς σημαίνοντα, ἐν πλήρει φωτί, καὶ ἐν πλαγίῳ φωτί)· δυσμαὶ αὐγῶν, δύσις, Πινδ. Ι. 4. 110 (3. 83)· ξύνορθρον αὐγαῖς, ἀνατέλλον μετὰ τοῦ ἡλίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 254· ὥστε κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγὰς τοῦδε πήματος πολὺ μεῖζον, ἐγείρεσθαι, ἀνυψοῦσθαι πρὸς τὴν λάμψιν τοῦ ἡλίου πολὺ μεῖζον κτλ., αὐτόθι 1182· λαμπροτάτη τῶν παρεουσέων αὐγέων, τῶν παρουσῶν ἡμερῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 752· συχνόν παρ' Ἀριστ.: - μεταφ., ξυνανύτει βίου δύντος αὐγαῖς, δύει μετὰ τῶν τελευταίων αὐγῶν τοῦ δύντος βίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1123· - ἐνῶ αὐγαὶ ἡελίοιο, παρὰ Διονυσ. ΙΙ. 84, 231 σημαίνει τὴν ἀνατολήν: - αὐγή, ὡς καὶ νῦν, τὰ χαράγματα, Πράξ. Ἀπ. κ΄, 11. 2) ἐν γένει, πᾶν λαμπρὸν φῶς, οἷον ἐπὶ τοῦ πυρὸς (ἴδε ἐν λ. ἐσχάρα), Ὀδ. Ζ. 305, Ἰλ. Β. 456· ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαί, ἐπὶ ἀστραπῆς, Ἰλ. Ν. 244, πρβλ. Σοφ. Φ. 1199· ἐπὶ πυρσοῦ, Ἰλ. Σ. 211, Αἰσχύλ. Ἀγ. 9· τίς δέ σ’ ἐτύφλωσεν; τίς ἀφείλετο λαμπάδος αὐγάς; Ἀνώνυμ. παρὰ Διογ. Λαερτ. 7, 163· πρβλ. ἠλεκτροφαής, ἀτέρμων. 3) ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὀμμάτων αὐγαὶ Σοφ. Αἴ. 70· ὡσαύτως αὐγαὶ μόνον, ὡς τὸ Λατ. lumina, οἱ ὀφθαλμοί, Εὐρ. Ἀνδρ. 1180, Ρῆσ. 737· οὕτω πιθ. καὶ τὸ, ἀνακλίναντας τήν τῆς ψυχῆς αὐγὴν Πλάτ. Πολ. 540Α. 4) πᾶσα αἴγλη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας στιλπνῶν πραγμάτων, λαμπηδών, αὐγὴ χαλκείη Ἰλ. Ν. 341· χρυσὸς αὐγὰς ἔδειξεν Πινδ. Ν. 4. 134· ἀμβρόσιος αὐγὰ πέπλου Εὐρ. Μήδ. 983· αὐγὴ τῆς κρόκης Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 33· οὕτω καὶ ἐπὶ λίθων, κλ. ὅρμοι καὶ αὐγαὶ λίθων Φιλοστρ. Εἰκόνες (Μέλης) 2. 8. - Κατὰ τὸ πλεῖστον ποιητ., ἀλλὰ συχν. παρ' Ἀριστοτέλει, κυρίως ἐπὶ ἡλιακοῦ φωτός. (Ἡ ῥίζα εἰσέτι δὲν ἐξηκριβώθη).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
lumière éclatante, particul.
1 éclat du soleil ; αἱ αὐγαί rayons du soleil : ἠελίου ἰδεῖν αὐγάς IL voir les rayons du soleil, càd naître ou être né ; αὐγὰς λεύσσειν ESCHL, βλέπειν ou ἐσιδεῖν EUR voir les rayons du soleil ou la lumière du jour, càd être vivant ; ὑπ’ αὐγὰς ἠελίοιο φοιτᾶν OD ou ζώειν OD aller et venir ou vivre à la lumière du jour ; πρὸς ou ὑπ’ αὐγὰς ἰδεῖν examiner, voir, etc. à la lumière du jour, càd en pleine lumière, à fond ; fig. βίου δύντος αὐγαί ESCHL les rayons du couchant de la vie;
2 lueur du feu, d’ord. au plur. αἱ αὐγαί lueur d’un feu servant de signal, lueur des éclairs;
3 éclat des yeux d’ord. au plur. ; abs. αὐγαί les yeux (cf. lat. lumina);
4 éclat ou reflet d’un objet brillant (métal, tissu, etc.).
Étymologie: DELG origine … obscure ; cf. alb. agume « aube ».

English (Autenrieth)

ῆς: beam, gleam, glow; esp. of the sun, ὑπ' αὐγὰς Ἠελίοιο, Od. 2.181.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1luz del sol gener. en plu. rayos del sol, Il.17.371, Od.6.98, 12.176, B.1.55, ἄμβροτα δ' ὅσσ' ... ἀργέτι δεύεται αὐγῇ Emp.B 21.4, πρὸς αὐγὰς ἠελίοιο Parm.B 15, ἐκ τῆς ὁράσεως προχεῖσθαί τινα εἰς αὐτὸ αὐγήν Chrysipp.Stoic.2.234.9, αὐ. ἀπὸ τοῦ ἡλίου Thphr.Ign.5, ἡλιακὴ αὐ. Aristid.Quint.69.14, τὸ πολὺ τῆς αὐγῆς ἐμαραίνετο Ach.Tat.2.10.30
tb. de la luna h.Hom.32.12, Plu.2.658b
como sinónimo de φῶς PMag.13.476
dependiendo de verb. como ἰδεῖν, λεύσσειν, βλέπειν ver la luz del sol e.d. nacer ἠελίου ἴδεν αὐγάς Il.16.188, μηδ' ἐσιδεῖν αὐγὰς ὀξέος ἠελίου Thgn.426
tb. equivalente a estar vivo ὑπ' αὐγὰς ἠελίοιο φοιτᾶν Od.2.181, ζώειν Od.15.349, ἕως τ' ἔλευσσες αὐγὰς ἡλίου A.Pers.710, βλέπουσ' ... αὐγάς E.Andr.935
en plu. frec. el sol ἐν δυθμαῖσιν αὐγῶν a la puesta del sol Pi.I.3(4).83, fig. τὸ μέλλον ... ἥξει ξύνορθρον αὐγαῖς el futuro ... vendrá amaneciendo con el sol e.d. completamente claro, A.A.254
tard. aurora, amanecer ἄχρι αὐγῆς Act.Ap.20.11
πρὸς αὐγὰς ἠελίοιο al oriente D.P.84
ἐννέα αὐγὰς ἠελίου nueve días Nic.Th.275
ὑπ' αὐγάς c. verb. de percepción visual (ver) a la luz del día ὑπ' αὐγὰς τούσδε λεύσσουσαι πέπλους E.Hec.1154, cf. Pl.Phdr.268a, Plu.2.462d
de aquí fig. (ver) con claridad ὑπ' αὐγὰς θεᾶσθαι πράγματα Plb.5.35.10, φύσιν Plb.10.3.1.
2 luz, resplandor de una estrella Il.22.27, del fuego Od.6.305, Hes.Th.566, A.A.9, de una antorcha u hoguera Il.18.211, del relámpago Il.13.244, Hes.Th.699, βροντῆς S.Ph.1199, ἀστραπῆς Hippol.Haer.1.7.8 (= Anaximen.A 7), φέγγους LXX 2Ma.12.9, de una lámpara, Hp.Off.3, cf. Arist.PA 658a3.
3 brillo, fulgor, esplendor de objetos brillantes αὐ. κορύθων Il.13.341, del oro, Pi.N.4.83, ἀμβρόσιος αὐ. πέπλου E.Med.982, τῆς κρόκης Men.Fr.667.4, de gemas, Philostr.Im.2.8.5, de los dientes, Theoc.6.38.
4 brillo de la mirada ὀμμάτων S.Ai.70, Lycimn.4, Ach.Tat.1.19.1, D.P.Au.1.32
en plu. los ojos, h.Merc.361, αὐγὰς βάλλων τέρψομαι E.Andr.1180.
5 fig. luz de la vida ξυνανύτει βίου δύντος αὐγαῖς A.A.1123, τῆς ζοῆς Herod.10.4, del alma, Pl.R.540a, de la luz divina μείναντες αὐγὴν ἐν ἀωρίᾳ περιεπάτησαν esperando la luz anduvieron en la oscuridad LXX Is.59.9, cf. Clem.Al.Fr.44, de la virtud, Meth.Symp.10.2, θεὸς αὐγὴ σοφή Sext.Sent.30.
II visión, vista ἐσορέοντι δὲ βλάπτεταί οἱ ἡ αὐγή Hp.Salubr.8, Morb.2.12.

• Etimología: Etim. oscura. Se rel. c. alb. agój ‘ser de día’, agume ‘alba’ y puede tratarse de un prést.

English (Strong)

of uncertain derivation; a ray of light, i.e. (by implication) radiance, dawn: break of day.

English (Thayer)

αὐγῆς, ἡ, brightness, radiance (cf. German Auge (eye), of which the tragic poets sometimes use αὐγή, see Pape (or Liddell and Scott; cf. Latin lumina)), especially of the sun; hence, ἡλίου is often added (Homer and following), daylight; hence, ἄχρις (ἄχρι T Tr WH) αὐγῆς even till break of day, Polyaen. 4,18, p. 386 κατά τήν πρώτην αὐγήν τῆς ἡμέρας). (Synonym: see φέγγος, at the end.)