κυψέλη

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυψέλη Medium diacritics: κυψέλη Low diacritics: κυψέλη Capitals: ΚΥΨΕΛΗ
Transliteration A: kypsélē Transliteration B: kypselē Transliteration C: kypseli Beta Code: kuye/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A any hollow vessel: chest, box (whence Cypselus was called), Hdt.5.92.έ, Plu.2.164a, Paus.5.17.5; ἑξμέδιμνος κ., of a cornchest, Ar.Pax631; bee-hive, Plu.2.601c: metaph., κυψέλαι φρονημάτων boxes full of thoughts, Com.Adesp.703.    II hollow of the ear, Poll.2.85, Hsch.: hence,    2 = κυψελίς 11, ear-wax, κυψέλην . . ἔχεις . . ἐν τοῖς ὠσίν, prov. of stupid men, Com.Adesp.620, cf. Eup. 213, Alex.Aphr.Pr.2.63.

German (Pape)

[Seite 1539] ἡ (vgl. κύπη), jede Höhlung, bes. die Ohrhöhle, auch das darin befindliche Schmalz, VLL. Vgl. κύφελλον. – Gefäß, Kasten, Kiste, Her. 5, 92; vgl. Paus. 5, 17, 5 τὰς λάρνακας οἱ τότε ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας, bes. geflochtener Bienenkorb, Plut., VLL.; auch zu Getreide, von Thon, Ar. Pax 631, ἀγγεῖον εἰς ἀπόθεσιν πυρῶν, u. dah. übertr., κυψέλαι φρονημάτων, bei B. A. 47, 15, οἷον θῆκαι φρονήσεως.

Greek (Liddell-Scott)

κυψέλη: ἡ, πᾶν κοῖλον ἀγγεῖον· ― κιβώτιον, θήκη (ὅθεν ὠνομάσθη ὁ Κύψελος), Ἡρόδ. 5. 92, 4, 5, Πλούτ. 2. 164Α, Παυσ. 5. 17, 5· κ. ἑξμέδιμνος, σκεῦος πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου χωροῦν ἕξ μεδίμνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 631 ― κυψέλη μελισσῶν, Πλούτ. 2. 601C πρβλ. κύτταρος· μεταφ., κυψέλαι φρονημάτων Κωμ. Ἀνώμ. 268. ΙΙ. ἡ κοιλότης τοῦ ὠτός, Πολυδ. Β΄, 85, Ἡσύχ.· ― ἐντεῦθεν, 2) ὡς τὸ κυψελίς, ἡ ἐν τῷ ὠτὶ κηροειδὴς ὕλη, κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν, παροιμ. ἐπὶ ἠλιθίων, Κωμ. Ἀνώμ. 28, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 17. (Πιθαν. ἐκ τοῦ κύπτω, κύψω· πρβλ. Λατ. capsa, capsula).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 saleté dans le creux de l’oreille;
2 boîte, coffre;
3 cellule d’abeille.
Étymologie: κύπτω.