μηκύνω

From LSJ
Revision as of 18:07, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκύνω Medium diacritics: μηκύνω Low diacritics: μηκύνω Capitals: ΜΗΚΥΝΩ
Transliteration A: mēkýnō Transliteration B: mēkynō Transliteration C: mikyno Beta Code: mhku/nw

English (LSJ)

Dor. μᾱκ- Pi. (v. infr.): fut. -

   A ῠνῶ Th.4.17, Ion. -ῠνέω Hdt.2.35: aor. ἐμήκῡνα Id.3.60:—Med., v. infr. 7:—Pass., pf. μεμήκυσμαι Phld. (v. infr.), Eust.ad D.P.64:— lengthen, prolong, Hp.Aph.1.12; τὸ μέτωπον τῆς τάξεως X.Eq.Mag.4.9; τὰς ὁδούς Id.Mem.3.13.5; μηκυνθέν τε καὶ σχὸν πλάτος Pl.Plt.282e; of Time, μ. χρόνον, βίον, E.HF87, 143:—Pass., νοσεύματα μηκυνθέντα Hp.Aër.7; ἐμηκύνετο ὁ πόλεμος Th.1.102.    2 delay, put off, τέλος Pi. P.4.286.    3 μ. λόγον, λόγους, spin out a speech, speak at length, Hdt. 2.35, S.El.1484; τέκν' εἰ φανέντ' ἄελπτα μηκύνω λόγον Id.OC1120; τὴν ἀπολογίαν Isoc.11.44; λόγους μακροτέρους Th.4.17: without λόγον, to be lengthy or tedious, Hdt.3.60, Ar.Lys.1132, Pl.R.437a, D.H. Comp.23; μ. περί τινος enlarge upon... Demetr.Eloc.71: acc. objecti, μ. τὰ περὶ τῆς πόλεως, τὴν ὠφελίαν, talk at length about, dwell upon... Th.2.42,43:—Pass., to be expounded at length, αὖθις ταῦτα μηκυνθήσεται Epicur.Nat.14.5; μεμηκυσμένον σύγγραμμα Phld.Po.5.26; to be continually repeated, D.H.Comp.12; to be dwelt upon, Demetr.Eloc.137.    4 μ. βοήν raise a loud cry, S.OC489.    5 Gramm., lengthen a syllable, Str.10.5.8:—Pass., D.H.Comp.15, Plu.2.275f, A.D.Adv.146.18; φωνῆεν μηκυνόμενον a vowel capable of being scanned long, as αιυ, Heph.1.4.    6 Arith., multiply by a fresh factor, Theol.Ar.24,48.    7 Med., ἐμακύναντο κολοσσόν reared a tall statue, AP6.171.

German (Pape)

[Seite 172] dor. μακύνω, lang machen, ausdehnen, von der Zeit, verzögern, aufschieben; οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν, Pind. P. 4, 280; μηκύνειν λόγους, Soph. El. 1476 O. C. 1122; aber ib. 490 ἄπυστα φωνῶν, μηδὲ μηκύνων βοήν ist = weit ertönen lassen; λόγον, Her. 2, 35 u. A.; ohne λόγον sagt Ar. Lys. 1132 πόσους εἴποιμ' ἂν ἄλλους, εἴ με μηκύνειν δέοι; – χρόνον μηκύνωμεν, Eur. Herc. Fur. 87; βίον μηκῦναι, 143; ὁδόν, Xen. Mem. 3, 13, 5; μηκύνεται ὁ πόλεμος, er zieht sich in die Länge, Thuc. 1, 102; τὸν μῦθον, Plat. Phaed. 114 d; λόγους, Phil. 50 d; mit Auslassung von λόγον, scheinbar intr., weitschweifig reden, sein, Menex. 244 d Rep. IV, 437 a u. Folgende; περί τινος, D. Sic. 1, 37.

Greek (Liddell-Scott)

μηκύνω: [ῠ]: μέλλ. -ῠνῶ, παρ’ Ἡρόδ. -ῠνέω· Δωρ. μᾱκ-· (μῆκος)· - μηκύνω, κάμνω τί μακρόν, ἐκτείνω, Ἱππ. Ἀφ. 1243· τὸ μέτωπον τῆς τάξεως Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 9· τὰς ὀδοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 13, 5· μηκυνθέν τε καὶ σχὸν πλάτος Πλάτ. Πολιτ. 282Ε· - ἐπὶ χρόνου μ. χρόνον, βίον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 87. 143· μηκυνθὲν νόσημα Ἱπποκρ. π. Ἀέρ. 283· μηκύνεται ὁ πόλεμος Θουκ. 1. 102. 2) ἀργοπορῶ, ἀναβάλλω, τέλος Πινδ. Π. 4. 508. 3) μ. λόγον, λόγους, ἐκτείνω τὸν λόγον, ὁμιλῶ ἐν ἐκτάσει, Ἡρόδ. 2. 35, Σοφ. Ο. Κ. 1120, Ἠλ. 1484· τὴν ἀπολογίαν Ἰσοκρ. 229Ε· λόγους μακροτέρους Θουκ. 4. 17· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ λόγον, ἐμήκυνα δὲ περὶ Σαμίων μᾶλλον Ἡρόδ. 3. 60, Ἀριστοφ. Λυσ. 1132, Πλάτ. Πολ. 437Α. - ὁ Θουκ. προσθέτει καὶ αἰτ. ἀντικειμ., μ. τὰ περὶ τῆςπόλεως, τὴν ὠφελίαν, ὁμιλεῖν ἐν ἐκτάσει περί τινος, 2. 42, κἑξ. 4) μηκύνω βοήν, ὑψώνω βοὴν μεγάλην, Σοφ. Ο. Κ. 489· πρβλ. μακρὸς Ι. 4. 5) μεγαλύνω, αὐξάνω, τὸ κακὸν (δηλ. ἡ δίψα) ἐμηκύνετο Θ. Σιμοκ. 7. 5, 6. 6) Μέσ., ἐμακύνοντο κολοσσόν, ὕψωσαν κολοσσιαῖον ἄγαλμα, Ἀνθ. Π. 6. 171.

French (Bailly abrégé)

f. μηκυνῶ;
1 allonger, prolonger ; en mauv. part μ. λόγους THC, d’où abs. μηκύνειν, être long dans son discours, être prolixe;
2 lancer au loin ; jeter fortement : βοήν SOPH un cri.
Étymologie: μῆκος.

English (Strong)

from μῆκος; to lengthen, i.e. (middle voice) to enlarge: grow up.

English (Thayer)

(μῆκος); from Herodotus and Pindar down; to make long, to lengthen; in the Bible twice of plants, equivalent to to cause to grow, increase: ὁ ἐφυτευσε κύριος καί ὑετός ἐμήκυνεν (יְגַדִּל), μηκύνομαι; to grow up: μηκύνηται (Tr marginal reading μηκύνεται)).