μύουρος

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύουρος Medium diacritics: μύουρος Low diacritics: μύουρος Capitals: ΜΥΟΥΡΟΣ
Transliteration A: mýouros Transliteration B: myouros Transliteration C: myouros Beta Code: mu/ouros

English (LSJ)

(B), ἡ, a plant,

   A mouse-tail, Orib.Fr.52, Alex.Trall.8.2.    II = σάμψυχον, Ps.-Dsc.3.39.
μύουρ-ος (A), ον, (μῦς, οὐρά)

   A tapering (lit. mousetailed), of a non-carnivorous fish's στόμα (snout), Arist.PA662a32, 697a1; of the αἱμόρροος 11, ἐπ' εὖρος τέτρυται μύουρος ἀπὸ φλογέοιο καρήνου Nic.Th.287, cf. 225; ἐξ εὐρείας τῆς κεφαλῆς μείουρος κάτεισιν ἔστε ἐπὶ τὴν οὐράν Ael.NA15.13· εἰς (ἐπὶ) μείουρον ἄγεσθαι taper towards the tail, Philum.Ven.21.1, 27.1; ἐν τῷ μειούρῳ τῆς οὐρᾶς the tapering part of a horse's tail, Hippiatr.55; τὸ μείουρον (sc. τοῦ σπέρματος) πρὸς τὴν γῆν ἄγοντας Gp.10.57.8, cf. 10.63.4; κάμαξ μύουρος Apollod.Poliorc.172.9 (v.l. μεί-), 182.6, cf. Ph.Bel.51.8 (μύ-), 83.20 (μεί-) ; πύργον . . ἐς μύουρον ἀνιόντα Paus.10.16.1; αἱ πρὸς ὄμμα τε καὶ ὀρθογώνιοι στοαὶ πόρρωθεν μείουροι φαίνονται Hero *Deff.135.9 (v.l. μύ-) ; μετρεῖ τὰ μείουρα ὡς κώνους κολούρους, i.e. roughly, ib.8; σφὴν μείουρος Id.*Stereom.1.28; λίθος μείουρος ib.2.17 (v.l. μύ-), 59; ξύλον μύουρον Id.*Mens.8 (as Subst. μείουρος, ὁ, tapering prism, Id.*Deff.133.2, *Geom.3.24); ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἄκρον μείουροι Diocl.Fr.27; μείουρος σχηματισμὸς [τῶν δακτύλων], i.e. with the tips pressed together, Sor.2.60; μύουρον σχῆμα Str.2.5.6, Apollod.Poliorc.181.3; μερίς, τμῆμα, γραμμή, Str.11.11.7. Adv., συνηγμένων μειούρως τῶν δακτύλων Paul.Aeg.6.74.    2 στίχοι μείουροι 'tapering' hexameters, in which the first syllable of one of the last two feet is short instead of long, Ath. 14.632e, cf. Sch.Heph.p.290 C., Eust.900.7.    3 of the pulse, dying away gradually, Gal.8.480,524, 9.314. Adv. -ρως ibid.    4 of an epic poem with only a single μῦθος, ὥστε . . βραχέως δεικνύμενον μύουρον φαίνεσθαι it seems too short, Arist.Po.1462b6; of periods, Id.Rh.1409b18. (In this group of words codd. freq. vary between μυ- and μει-; both μυουρία and μειουρία are recognized by Eust. l. c.: μυ- prob. became μει- by phonetic change, cf. ἐρρηγεῖα, κώδεια, etc.: μῠ- Nic. Th.225, D.P.l.c., but μῡ- Nic. Th.287.)

German (Pape)

[Seite 218] mäuseschwänzig, am Ende abgestumpft, spitz zngehend; στόμα, Arist. part. an. 3, 1. 4, 13; Nic. Th. 225; στοά, S. Emp. pvrrh. 1, 118 adv. math. 7, 244, vgl. μείουρος. – Ἡ μύουρος u. τὸ μύουρον sind Kräuter, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μύουρος: -ον, συγκεκλεισμένος, στενός, ἐπὶ τοῦ στόματος τῶν ἰχθύων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀνερρωγὸς στόμα, τῶν σαρκοβόρων ἰχθύων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 13., 4. 13, 22· σχῆμα δὲ τοῦ ὑποθήματος κατὰ πύργον... ἐς μύουρον ἀνιόντα ἀπὸ εὐρυτέρου τοῦ κάτω, καταλήγοντα εἰς ὀξύ, Παυσ. 10. 16, 1, πρβλ. Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 37A, Φίλων Βελοπ. 83B. 2) συγκεκομμένος, περικεκομμένος, κολοβός, ἐπὶ δραμάτων, Ἀριστ. Ποιητ. 26. 13· ἐπὶ περιόδων, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9· σφυγμὸς Γαλην. (Ἂν καὶ κατὰ τὸν τύπον ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ τὸν ἔχοντα μυὸς οὐράν, ὅμως κατὰ σημασίαν εἶναι ἁπλῶς = τῷ μείουρος, ὅπερ καὶ ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. ἐν τῇ Ρητορ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν δὲ Νικ. Θηρ. 287 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ μείουρος, ἀλλ’ ἐν Διον. Π. 405 μυουρίζοντι).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en forme de queue de rat, mince, effilé ; ἡ μύουρος queue de rat, plante.
Étymologie: μῦς, οὐρά.