Κορύβας
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
[ῠ], αντος, ὁ,
A Corybant, priest of Cybele in Phrygia, Hsch.: pl., Str.10.3.7, D.S.5.49, Luc.Salt.8; also associated with Dionysus, in pl. Κορύβαντες, E.Ba.125 (lyr.), Hipp.143 (lyr.), Ar.Lys.558, Nonn.D.9.162, Str.l.c.: metaph., of drunken persons, Posidipp.26.22.—Cf. Κύρβαντες. II enthusiasm, ὁ τῆς ποιητικῆς κ. Luc.Hist. Conscr.45. III fabulous gem, Ps.-Plu.Fluv.18.8.
Greek (Liddell-Scott)
Κορύβᾱς: ῠ, αντος, ὁ, ἱερεὺς τῆς Ρέας ἐν Φρυγίᾳ· ἐν τῷ πληθ. Κορύβαντες. Εὐρ. Βάκχ. 125, κτλ.· συγγενεῖς πρὸς αὐτοὺς εἶναι οἱ Κάβειροι, Ἰδαῖοι, Δάκτυλοι, Τελχῖνες, καὶ οἱ Κούρητες κατὰ Στράβ. 466· ποιητ. δοτ. πληθ. Κυρβάντεσσι Σοφ. Ἀποσπ. 740, κατὰ τοὺς Παρισιν. κώδικ. παρὰ Duebner., πρβλ. Λυκόφρ. 78, Καλλ. εἰς Δία 46· ― ἐπειδὴ δὲ αἱ τελεταὶ αὐτῶν συνωδεύοντο μὲ μουσικὴν ἀγρίαν κτλ., ὁ Κορύβας ἐθεωρεῖτο ὡς μέθυσος ἢ μουσικός, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 377Β, Συνεσ. Ἐπιστ. 122. Πρὸς πλήρη πληροφορίαν ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σελ. 1133 κ.ἑξ. ΙΙ. ἐνθουσιασμός, ὁ τῆς ποιητικῆς κ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45.
Greek Monolingual
ο (Α Κορύβας, -αντος, θηλ. Κορυβαντίς, -ίδος)
συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες
δαίμονες, τέκνα της μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας-Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις, θορυβώδη μουσική και οργιαστικούς χορούς («πρῶτον δὲ φασι Ῥέαν ἡσθεῑσαν τῄ τέχνη ἐν Φρυγίᾳ μὲν τοὺς Κορύβαντας», Λουκιαν.)
(αρχ. (ως προσηγορικό) ὁ κορύβας
1. εκστατικός, ένθους, έξαλλος («δεῑξαι τοῑς καταπεπληγμένοις ὅτι μὴ κορύβαντές εἰσι, μηδὲ τῶν περὶ τὴν Ῥέαν δαιμόνων», Συνέσ.)
2. μέθυσος, μεθυσμένος
3. ενθουσιασμός («κίνδυνος γὰρ αὐτῇ το τε μέγιστον παρακινῆσαι, καὶ κατενεχθῆναι ἐς τὸν τῆς ποιητικῆς κορύβαντα», Λουκιαν.)
4. ονομασία λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. νορβ. huerfa «στριφογυρίζω» (πρβλ. τους κορυβαντικούς χορούς), οπότε η αρχική του μορφή θα πρέπει να ήταν Κύρβαντες (πρβλ. κύρβις «πινακίδα στρεπτή περί άξονα») και ο τ. Κορύβαντες να προέκυψε από παρετυμολογική σύνδεση με το κόρυς «περικεφαλαία» (πρβλ. τους πολεμικούς χορούς τών Κορυβάντων). Η κατάλ. θυμίζει τα Άβαντες, αλίβαντες. Η προέλευση της κορυβαντικής λατρείας οδηγεί στη φρυγική καταγωγή της λέξης.
ΠΑΡ. αρχ. κορυβάντειος, κορυβαντίζω, κορυβαντικός, Κορυβαντίς, κορυβαντιώ, κορυβαντώδης
αρχ.-μσν.
κορυβάντιος].