άκρη

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source

Greek Monolingual

και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια)
1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή προς το κέντρο ή το μέσο), τέλος, τέρμα, ακραίο σημείο, άκρο
2. το έσχατο σημείο της στεριάς προς τη θάλασσα, ακρωτήρι
νεοελλ.
1. μικρή έκταση ή ποσότητα
2. απόκεντρο, απόμερο μέρος, γωνιά
3. η αρχή, το αίτιο ή ο σκοπός μιας πράξης ή ενός γεγονότος
4. (στους Βυζ. ο πληθ.) αἱ ἄκραι
τα ασιατικά σύνορα του κράτους (πρβλ. ακρίτες)
5. φρ. «άκρη-άκρη» (ως επίρρ.), εντελώς στην άκρη, στο πιο ακραίο σημείο, «τσίμα-τσίμα»
«άκρες-μέσες», όχι συνοπτικά αλλά επιφανειακά, ανεπαρκώς, περίπου
«απ’ άκρη σ’ άκρη», σ’ όλη την έκταση ή το μήκος, παντού
«βρίσκωβγάζω) την άκρη», α) καταλήγω σε συμπέρασμα, συμφωνώ, β) εξιχνιάζω
«όπου με βγάλει η άκρη», είμαι αποφασισμένος να κάνω κάτι αδιαφορώντας για την τελική έκβαση
«στην άκρη του κόσμου», στα πέρατα του κόσμου, πολύ μακριά, απομακρυσμένα
αρχ.
1. το ψηλότερο σημείο, κορυφή
2. ύψωμα
3. φρούριο ή ακρόπολη κτισμένη σε απόκρημνο ύψωμα που να δεσπόζει σε μια πόλη (στον Όμ. ἄκρη πόλις, που αργότερα καθιερώθηκε ως ἀκρόπολις)
4. τα άκρα, το πέρας, ως μαθηματικός όρος
5. (επιρρ. φρ.) «κατ’ ἄκρης», από την κορυφή ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς
από ψηλά, από επάνω
«παρ’ ἄκρας», στο τέλος, στο έσχατο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλ. του επιθ. ἄκρος, με χρήση ουσ.
ο τ. άκρια (πρβλ. και κάμπια, φώκια κ.τ.ό.) θεωρείται αναλογικός σχηματισμός κατ’ άλλα ονόματα σε -ια (πρβλ. θερίστρια, χορεύτρια, ψάλτρια κ.ά.), χωρίς να αποκλείεται η περίπτωση να προήλθε από συμφυρμό τών λ. άκρη και άκρα. Από τον νεώτερο αυτό τύπο προέρχονται το επίθ. ακριανός και το ουσ. ακριώτης.
ΠΑΡ. (μσν. νεοελλ.) ακρίτης
νεοελλ.
ακρί, ακρινός, ακρίτσα].