ὑδαρής

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰρής Medium diacritics: ὑδαρής Low diacritics: υδαρής Capitals: ΥΔΑΡΗΣ
Transliteration A: hydarḗs Transliteration B: hydarēs Transliteration C: ydaris Beta Code: u(darh/s

English (LSJ)

ές, (ὕδωρ)

   A watery, ὑδαρὲς διαχωρεῖν Hp.Prog.11; ἰχῶρες Arist.HA586b33, etc.    2 mostly of wine, mixed with too much water, ὑδαρἦ 'νέχεέν σοι;—παντάπασι μὲν οὖν ὕδωρ Pherecr. 70, cf. Hp. Aër.9 (Sup.), X.Lac.1.3, Alex.226, 230, Gal.6.272 (Comp.); κεράννυται οὔθ' ὑδαρὲς οὔτ' ἄκρατον Antiph. 24; κυλίκιον ὑ. Lyc.Fr.2: metaph., τὸ χρύσιον κέρναν ὐδαρέστερον, i.e. mix with a higher proportion of alloy, IG12(2).1.14 (Mytil., iv B. C.).    3 metaph., washy, feeble, languid, ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι A.Ag.798 (anap.); φιλία Arist.Pol.1262b15; μῦθος Id.Po.1462b7; ὑ. καὶ ψυχρὸς λόγος D.H.Din. 11.    II of colour, watery, pale grey, ὄμμα προβάτων Arist.GA779a32.    III of taste, insipid, as plums, Thphr.HP1.12.1.

German (Pape)

[Seite 1172] ές, wässerig, durch Wasser verdünnt, verfälscht; eigtl. vom Weine, Ggstz ἄκρατος, Antiphan. bei Ath. V, 441 b; Xen. Lac. 1, 3; Arist. H. A. 7, 12; dah. übertr., geschwächt, oder falsch, verstellt, φιλότης Aesch. Ag. 772.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδαρής: -ές, γεν. έος· (ὕδωρ)· - «νερουλός», διαχώρημα Ἱππ. Προγν. 40· καταμήνια ὑδαρέστερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 40. 1. 16· ἰχῶρες αὐτόθι 7. 9, 2, κλπ. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ οἴνου μεμιγμένος μετὰ πολλοῦ ὕδατος, «νερωμένος», ὑδαρῆ ’νέχεέν σοι; - παντάπασι μὲν οὖν ὕδωρ Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 4, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ξεν. Λακ. 1, 3, Ἄλεξις ἐν «Τίτθῃ» 1, ἐν «Τοκιστῇ» 1· κεράννυται οὔθ’ ὑδαρὲς οὔτ’ ἄκρατον Ἀντιφάν. ἐν «Ἀκοντιζομένῃ» 1. 4· ὑδ. κυλίκιον Λυκόφρ. ὁ Χαλκιδεὺς παρ’ Ἀθην. 420C. - Ἐπίρρ., οἶνος ὑδαρῶς συγκεκραμένος Μοσχίων· - ἴδε κιρνάω ἐν τέλ. 3) μεταφορ., ἀδύνατος, χαλαρός, ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι Αἰσχύλ. Ἀγ. 798 φιλία Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 7 μῦθος ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 13· τὸ ὑδ. τοῦ φρονήματος Κλήμ. Ἀλ. 184. ΙΙ. ἐπὶ χρώματος, ὑδατόχρους, ὠχρός, ὄμμα προβάτων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 17.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mélangé d’eau, càd faible (vin).
Étymologie: ὕδωρ.

Greek Monolingual

-ές / ὑδαρής, -ές, ΝΜΑ ὕδωρ, -ατος]
υδατώδης, ρευστός, νερουλός (α. «υδαρής ουσία» β. «καταμήνια ὑδαρέστερα», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για κρασί) αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος
2. (κυρίως για δαμάσκηνα) άνοστος
3. (για το χρώμα της επιδερμίδας) ωχρός
4. μτφ. i) εξασθενημένος, αδύναμος
ii) προσποιητός.
επίρρ...
ὑδαρῶς ΜΑ
1. με ανάμιξη νερού
2. με χαλαρότητα («ὑδαρῶς τὰ πάντα καὶ κακῶς ἐδίδασκε», Επιφάν.).