φᾶρος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
εος, τό, later also φάρος [v. sub fin.]:—
A a large piece of cloth, web, φάρε' ἔνεικε Καλυψὼ... ἱστία ποιήσασθαι Od.5.258, cf. E.Hec.1082 (lyr.). II commonly, a wide cloak or mantle without sleeves, μαλακὸν δ' ἔνδυνε χιτῶνα . . περὶ δὲ μέγα βάλλετο φ. (of a man) Il.2.43; πορφύρεον μέγα φ. ἔχων ἐν χειρί 8.221, cf. Od.15.61, Xenoph.3.3, Pherecyd.Syr.2, Hdt.9.109, E.El.1221 (lyr., pl.); also worn by women, Od.5.230, Hes.Op.198, A.Ch.11, etc.; drawn over the head, μέγα φ. ἑλὼν . . κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε Od.8.84, cf. E.Supp.286, Ar.Th.890; used as a shroud or pall, Il.18.353, 24.580, S.Aj.916; πύματον φ. my last rag, Pl.Eleg.12; εἰς ὅ κε φ. ἐκτελέσω . . Λαέρτῃ ἥρωϊ ταφήϊον Od.2.97, 24.132; also of bed-spread, δεμνίοις . . στρωτὰ βάλλουσαν φάρη S.Tr.916: ἀναιδείας φ. (expld. by Hsch. from Il.2.262), S.Fr.291.—Ep., Trag. (for Ar. l. c. is paratrag. and Philetaer.19 is corrupt), and twice in Hdt. (Corinthian acc. to AB1096). [ᾱ in Hom. and mostly in later Ep.; φᾰρέεσσι Hes.Op.198 codd., A.R.3.863. A. has ᾱ always; S. has ᾰ in Tr.916, Frr.360, 373, 586, and never certainly ᾱ; E. has both ᾱ, E. El.191, Hec. l. c., IT149 (all lyr.), al., and ᾰ, HF414 (s. v. l.), Andr.831, Or.840, Hipp.133 (all lyr.), Supp.286, cf. Hdn.Gr.2.942.]
German (Pape)
[Seite 1257] τό, seltener φάρος, jedes große Stück Zeug, Tuch, Leinwand, Decke, Hülle, Il. 18, 353 Od. 13, 108. 19, 138; Leichentuch, 2, 97. 24, 132; Segeltuch, 5, 258. – Bes. ein weiter Mantel ohne Aermel, den die Männer als Ueberwurf über dem Unterkleide, χιτών trugen, περὶ δὲ μέγα βάλλετο φᾶρος Il. 2, 43, πορφύρεον 8, 221, u. so bei Vornehmen gew. von Purpur. Auch Kalypso u. Kirke tragen solchen Mantel, ἀργύφεον, λεπτὸν καὶ χαρίεν, Od. 5, 230. 10, 543, wie auch bei Aesch. Ch. 11 u. Ar. Th. 890 es Frauen tragen. – Es konnte, wie eine Art Kappe, über den Kopf gezogen werden, Od. 8, 84. – [Α ist kurz gebraucht in der Form φαρέεσσι Hes. O. 200, u. bei den Tragg., bes. im nom. φάρος u. φάρη, Soph. Tr. 912; s. Drac. p. 35, 5; auch bei sp. Ep., Ap. Rh. 3, 863; Jac. A. P. 281; vgl. Hdn. in Dind. Gramm. I p. 36.]
Greek (Liddell-Scott)
φᾶρος: -εος, τό, παρὰ τοῖς μετέπειτα καὶ φάρος [ἴδε ἐν τέλ.]· (ἴσως ἐκ τῆς √ΦΕΡ, φέρω, πρβλ. Γερμ. tracht ἐκ τοῦ trag-en)· ― μέγα τεμάχιον ὑφάσματος, ὕφασμα, «πανί», Ἰλ. Σ 353· φάρε’ ἔνεικε Καλυψώ..., ἱστία ποιήσασθαι Ὀδ. Ε. 258, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ 1081. ΙΙ. συνήθως ὡς τὸ χλαῖνα, περιβόλαιον, ὅπερ οἱ ἄνδρες ἐφόρουν ὑπεράνω τοῦ χιτῶνος· περὶ δὲ μέγα βάλλετο φᾶρος Ἰλ. Β. 43· πορφύρεον μέγα φᾶρος ἔχων ἐν χειρὶ Θ. 221, πρβλ. Ὀδ. Ο 61· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 122, 9. 109, καὶ τοῖς Τραγ.· ― ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες ἔχουσι φᾶρος, Ὀδ. Ε. 230, Κ. 543, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 196, Αἰσχύλ. Χο. 11· ― ἠδύναντο δὲ νὰ καλύπτωσι δι’ αὐτοῦ καὶ τὴν κεφαλὴν ἐν εἴδει καλύπτρας, Ὀδ. Θ 84, 88, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 286, Ἀριστοφ. Θεσμ. 890· ἐρρίπτετο δὲ ἐπὶ τοῦ σώματος τοῦ νεκροῦ ὡς σάβανον ἢ νεκρικὴ σινδών, Ἰλ. Σ. 353, Ω. 580, Σοφ. Αἴ. 916· (τὸ τῆς Πηνελόπης φᾶρος ὑφαίνετο ὅπως χρησιμεύσῃ Λαέρτῃ ἥρωι ταφήιον Ὀδ. Β. 97, Τ. 142, Ω. 132)· ἐχρησίμευεν ὡσαύτως ὡς ἐπικάλυμμα στρωμνῆς, δεμνίοις… στρωτὰ βάλλουσαν φάρη Σοφ. Τραχ. 916 πύματον φ., τὸ τελευταῖόν μου ῥάκος, Ἀνθολ. Παλατ. 7. 268· ἀναιδείας φάρος· «Σοφοκλῆς Ἰνάχῳ (Ἀποσπ. 274) παρὰ τὸ (Ἰλ. Β. 262) «χλαῖνάν τ’ ἠδὲ χιτῶνα, τά τ’ αἰδῶ ἀμφικαλύπτει» Ἡσύχ. ― Ἡ λέξις ἦν ἐν χρήσει μόνον παρ’ Ἐπικ. καὶ Τραγικ. ποιηταῖς (διότι τὸ μνημονευθὲν χωρίον τοῦ Ἀριστοφ. εἶναι παρῳδούμενον Τραγικὸν χωρίον), πλὴν ὅτι παρ’ Ἡροδ. φέρεται δίς· ἡ παρὰ πεζογράφοις ἐν χρήσει λέξ. εἶναι ἱμάτιον. [ᾱ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν ἄρσει εὑρισκόμενον· οὕτω δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικοῖς· ἀλλὰ φᾱρέεσσι, χάριν τοῦ μέτρου ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 200, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 863· ὁ Αἰσχύλος ἔχει τὸ α ἀείποτε μακρὸν· ὁ Σοφ. ἔχει αὐτὸ βραχὺ ἐν Τραχ. 916, Ἀποσπ. 331, 342, 525, καὶ οὐδέποτε ἀναγκαίως μακρόν· ὁ Εὐριπίδ. μακρὸν ἢ βραχὺ ἀδιακρίτως πρβλ. Seidl. Dochm. 257, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 36.]
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
c. φάρος.
English (Autenrieth)
εος: large piece of cloth, a shroud, Il. 18.353; mantle, cloak, for both men and women, Od. 5.230.