νεολαία

From LSJ
Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεολαία Medium diacritics: νεολαία Low diacritics: νεολαία Capitals: ΝΕΟΛΑΙΑ
Transliteration A: neolaía Transliteration B: neolaia Transliteration C: neolaia Beta Code: neolai/a

English (LSJ)

ἡ, (λεώς, λαός)

   A a band of youths, the youth of a nation, A. Pers.669, Supp.687; θῆλυς ν., of a band of maidens, Theoc.18.24: as Adj., ν. χεὶρ γυναικῶν E.Alc.103.—Dor. word, used by Trag. only in lyr., also in Ar.Fr.67 and in late Prose, Luc.Phal.1.3, Hld.8.16, Hdn.4.9.4, Alciphr.1.6, Herm.in Phdr.p.101A.

German (Pape)

[Seite 242] ἡ, das junge Volk, λαός, die junge Mannschaft; νεολαία γὰρ ἤδη κατὰ πᾶσ' ὄλωλεν, Aesch. Pers. 657; Suppl. 670; γυναικῶν, Eur. Alc. 103; θῆλυς, Theocr. 18, 24; in späterer Prosa, wie Hdn. 3, 4, 2; vgl. Lob. zu Phryn. 404.

Greek (Liddell-Scott)

νεολαία: ἡ, (λεώς, λαὸς) ὅμιλος νέων, οἱ νέοι τοῦ ἔθνους τινός, Λατ. juventus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 672, Ἱκέτ. 686, Θεόκρ. 18. 24. - Ἡ λέξ. εἶναι Δωρική, ὅθεν κεῖται μόνον ἐν Λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ.· μνημονεύεται ὅμως καὶ ἔκ τινος κωμικοῦ τριμέτρου (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 57) ὑπὸ Φωτ., πρβλ. Λουκ. Ἀνάχ. 38· περὶ δὲ τοῦ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 103, ἴδε ἐν λ. νεαλής.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
troupe de jeunes gens ; adj. νεολαία χεὶρ γυναικῶν EUR les mains d’une troupe de jeunes femmes.
Étymologie: νέος, λαός.

Greek Monolingual

η (ΑΜ νεολαία, Α ποιητ. τ. νεηλαίη)
το σύνολο τών νεαρών ατόμων και τών δύο φύλων (α. «η νεολαία κάθε εποχής είναι διαφορετική» β. «τετράκις ἑξήκοντα κόραι, θῆλυς νεολαία», θεόκρ.)
αρχ.
ως επίθ. η νεανική («οὐ νεολαία δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + λαός + επίθημα -ιᾱ. Η λ. είναι ποιητικό και δωρικό περιληπτικό ουσιαστικό που χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και στον πεζό λόγο].

Greek Monotonic

νεολαία: ἡ (λαός), το σύνολο νέων, οι νέοι ενός έθνους, Λατ. juventus, σε Αισχύλ., Θεόκρ.