σατράπης

From LSJ
Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰτρᾰπης Medium diacritics: σατράπης Low diacritics: σατράπης Capitals: ΣΑΤΡΑΠΗΣ
Transliteration A: satrápēs Transliteration B: satrapēs Transliteration C: satrapis Beta Code: satra/phs

English (LSJ)

or σατράππης CRAcad.Inscr.1931.241 (Susa, i A.D.), ου, ὁ,

   A satrap, title of a Persian viceroy or governor of a province, X. Cyr.7.4.2, 8.6.3, SIG182.3 (iv B.C.), Men.897, etc. (in form σαδράπας, IG12(2).645.18 (Nesus, iv B.C.); dat. pl. σαδράπησιν [-] Ἐφ. Ἀρχ. 1907.27 (Aranda)); of the five lords of the Philistines, LXX Jd.16.5, al.; of a Roman Governor, Philostr.VS1.22.3. (In Theopomp.Hist.103J. also ἐξατράπης, and in Carian Inscrr. ἐξαιθραπεύω, ἐξαιτραπεύω (qq. v.); in Arr.Fr.10 J. ξατράπης (cf. ζατράπης (leg. ξα-) · ὁ βασιλεύς, Hsch.), which is nearer to the OPers. χšaθrapāvan- lit. 'kingdom-protector'.)    2 cant word for a rich man, 'nabob', Alex.116.8 (pl.); σ. ἐκ πένητος Luc.Nigr.20.    3 as culttitle of a god, IGRom.3.1059 (Maad, i B.C.), Paus.6.25.6.

German (Pape)

[Seite 864] ὁ, der Satrap, lat. satrapa (ein persisches Wort), Statthalter des Königs von Persien in einer Provinz; Xen. Cyr. 8, 6, 3; vgl. Isocr. 4, 152: οἱ καταβαίνοντες αὐτῶν ἐπὶ θάλατταν, οὓς καλοῦσι σατράπας, wie es bei Sp. der vornehme Herr bedeutet, mit dem Nebenbegriffe des Hochmuths u. der Ueppigkeit, Luc. Nigr. 20.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰτράπης: [ᾱ], -ου, ὁ, Λατ. satrăpa, ὄνομα ἀντιβασιλέως ἢ κυβερνήτου καὶ διοικητοῦ ἐπαρχίας Περσικῆς, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 2., 8. 6, 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 348, κτλ. (Παρὰ Θεοπόμπῳ ὡσαύτως ἐξατράπης, καὶ ἐν Καρικαῖς ἐπιγραφαῖς ἐξαιθραπεύω, ἐκστρατεύω (ἴδε Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 470, ὅπερ μᾶλλον πλησιάζει πρὸς τὸν Ἑβρ. πληθ. achashdarp’ nim (Δαν. Γ΄, 2, Ϛ΄, 2, Ἐσθὴρ Α΄, 4, κ. ἀλλ.)· εἶναι δὲ ἡ λέξις ἡ αὐτὴ τῇ Ἀρχ. Περσ. khshatra-pâ = ὁ του Σάχου ἣ βασιλέως ἀξιωματικός, ἀντιβασιλεύς, πρβλ. Ralwins. εἰς Ἡρόδ. 1. 192. 2) ὡς πομπώδης λέξις, ἐπὶ πλουσίου ἀνθρώπου ἢ ἐνδόξου καὶ ἐπισήμου, Παυσ. 6. 25, 6· οἰονεὶ «πασσᾶς», «μπέης», σ. ἐκ. πένητος Λουκ. Νιγρῖν. 20. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σατράπαι· ἀρχηγοί, στρατηλάται. Περσικὴ δὲ ἡ λέξης».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
satrape, gouverneur de province, en Perse ; fig. homme très riche.
Étym. anc. pers. khsbatrapâ, litt. « officier du khsha ou sha » -- DELG iranien xśaθra-pâ « qui protège le pays ».

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. σατράπισσα Ν, και σατράππης και σαδράπας και σάτρης και ἐξατράπης και ξατράπης και ζατράπης Α
(στην αρχ. Περσία) διοικητής περσικής επαρχίας, της σατραπείας
νεοελλ.
1. ηγέτης κράτους που ασκεί τυραννική εξουσία
2. άνθρωπος τυραννικός, δεσποτικός που οι πράξεις του χαρακτηρίζονται από αυταρχικότητα και αυθαιρεσία
αρχ.
1. Ρωμαίος άρχοντας
2. λατρευτική προσηγορία θεού
3. πομπώδης χαρακτηρισμός πλουσίου, αξιωματούχου ή ένδοξου προσώπου («σατράπης ἐκ πένητος», Λουκιαν.)
4. στον πληθ. oἱ σατράπαι
οι πέντε αρχηγοί τών Φιλισταίων («καὶ ἀνέβησαν πρὸς αὐτὴν οἱ σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων», ΠΔ)
5. (κατά τον Ησύχ.) «ζατράπης
βασιλεύς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από το αμάρτυρο περσ. xsaθra-pā- «προστάτης της πατρίδας» (πρβλ. αρχ. περσ. xšaθra-pāvan-) < xšaθa- (πρβλ. κτῶμαι) + pāiti (πρβλ. ποιμήν, αρχ. ινδ. pāti «προφυλάσσω, προστατεύω»). Οι τ. ξατράπης, ἐξατράπης, ξαθράπης, ἐξαιθράπης (απ' όπου ἐξαιθραπεύω), που παραδίδονται σε επιγραφές, είναι πλησιέστεροι φωνητικά προς τον ιραν. τ., αλλά πιθ. οφείλονται σε επίδραση του προθεματικού ἐξ- (< ἐκ)].

Greek Monotonic

σᾰτράπης: [ᾰ], -ου, ὁ, σατράπης, αντιβασιλέας, Πέρσης αξιωματούχος, διοικητής περσικής επαρχίας, Λατ. satrapa, σε Ξεν. (περσ. λέξη).