κραυγή
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ἡ,
A crying, screaming, shouting, τίς ἥδε κ.; Telecl.35; κραυγὴν θεῖναι, στῆσαι, E.Or.1510, 1529; ποιεῖν X.Cyr.3.1.4; κραυγῇ χρῆσθαι Th.2.4; κ. γίγνεται Lys.13.71; rarely of a shout of joy, PPetr.3p.334 (iii B. C.), Ev.Luc.1.42: in pl., Aeschin.1.34, Vett.Val.2.35; κραυγὴ Καλλιόπης, as an instance of bad taste, cited from.Dionys.Eleg. (7) by Arist.Rh.1405a33.
Greek (Liddell-Scott)
κραυγή: ἡ, (ἐκ √ΚΡΑΓ, κράζω) ὡς καὶ νῦν, τὸ κραυγάζειν, Λατ. clamor, τίς ἥδε κραυγή; Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 9· κραυγὴν στῆσαι, θεῖναι Εὐρ. Ὀρ. 1510, 1529· ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 4· κ. γίγνεται Λυσ. 136. 24· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχίν. 5. 27· κραυγὴ Καλλιόπης (ἀντὶ ποίησις) ὡς παράδειγμα ἐλλείψεως καλαισθησίας, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διονυσ. τοῦ Χαλκοῦ ὑπὸ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητ. 3. 2, 11.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
cri : κραυγὴν ποιεῖν XÉN pousser un cri ; clameur.
Étymologie: R. Κραγ, crier ; cf. κράζω.
English (Strong)
from κράζω; an outcry (in notification, tumult or grief): clamour, cry(-ing).
English (Thayer)
κραυγῆς, ἡ (cf. κραζο; on its classical use see Schmidt, Syn. i., chapter 3 § 4; from Euripides down). The Sept. for זְעָקָה, צְעָקָה, שַׁוְעָה, תְּרוּעָה, etc.; a crying, outcry, clamor: T WH Tr text; R G in Revelation 21:4.
Greek Monolingual
η (AM κραυγή)
1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ.
γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους ἀπελαύνειν ἀπὸ τοῡ βήματος ταῑς κραυγαῑς», Αισχίν.)
2. (για σκύλο) γάβγισμα
3. (για κόρακα) κρωγμός
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) παιδική ασθένεια
2. φρ. α. «κραυγὴ Καλλιόπης» — λέγεται ως παράδειγμα ακαλαισθησίας
β. «κραυγὴν τίθημι» ή «κραυγὴν ἵστημι» ή «κραυγὴν ποιῶ» ή «κραυγῆ χρῶμαι» — κραυγάζω, βάζω τις φωνές, βγάζω κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο σχηματισμός της λ. οφείλεται σε ονοματοποιία, οπότε ανάγεται πιθ. σε παρεκτεταμένο τ. kraug- (< ΙΕ ρίζα ker- «ηχομίμηση βραχνών κραυγών πτηνών») και συνδέεται με κόραξ, κορώνη, κράζω και με λ. γερμανικές και βαλτοσλαβικές, πρβλ. αρχ. νορβ. hraukr «κραυγός», γοτθ. hrūk «φωνή του κόκορα», λιθουαν. kraukiu «κρώζω», ρωσ. kruk «κόρακας», αρχ. ινδ. krośati «κραυγάζω». Το θέμα της λ. κραυγ- εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια Κραῡγις, Κραυξίδας, Κραυγαλίδαι.
ΠΑΡ. κραυγάζω
αρχ.
κραύγαζος, κραυγανώμαι, κραυγάρης, κραυγίας, κραυγός, κραυγόν
αρχ.-μσν.
κραύγασος
μσν.
κραυγμός].
Greek Monotonic
κραυγή: ἡ (κράζω), κραυγή, φωνή, τσίριγμα, ουρλιαχτό, Λατ. clamor, σε Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κραυγή: дор. κραυγά ἡ крик Dem. etc.: κραυγὴν ποιεῖν Xen., στῆσαι или τιθέναι Eur. поднимать крик.