Συράκουσαι

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῠράκουσαι Medium diacritics: Συράκουσαι Low diacritics: Συράκουσαι Capitals: ΣΥΡΑΚΟΥΣΑΙ
Transliteration A: Syrákousai Transliteration B: Syrakousai Transliteration C: Syrakousai Beta Code: *sura/kousai

English (LSJ)

[ᾱ], αἱ, Syracuse, Th.5.4, Scymn.282, IGRom.1.495 (Sicily, i A.D.); Ion. Σῠρήκουσαι Hdt.7.154; Dor. Σῠράκοσαι Pi. P.2.1, D.S.22.8; also Σῠράκοσσαι, Pi.O.6.6 (with vv.ll.), cj. in B. 5.184 (Συράκουσσ- Pap., as also Marm.Par.52,71): Σῠράκουσα, ἡ, D.S.13.75, 14.14, St.Byz., Συράκουσσα Hdn.Gr.1.270 codd. Arc.; Σῠράκοσα, D.S.21.4; also Σῠρακώ, οῦς, ἡ, Epich.185 (name of a marsh, St.Byz.; called Tyraco, Vibius Sequester p.154 Riese).-- Adj. Σῠρᾱκόσιος, α, ον, Syracusan, and as Subst.

   A a Syracusan, BMus.Cat.Coins Sicily p.145, Th.l.c., IG12(9).1187.15 (Euboea, iii B.C.), etc.; Ion. and poet. Σῠρηκόσιος Hdt.7.154, AP5.191 (Mel.), Nonn.D.6.354; a form Σῠρακόσσιος Hdn.Gr.1.120; Σῠρακούσιος Pl.Ep.326b (s.v.l.); Συρρακούσιος v.l. in Lib.Or.12.36, cf. Choerob. in Theod.2.242, al.; fem. Σῠρᾰκοσσίς, γλῶσσα Nonn.D.9.22:—ἡ Συρακοσία [χώρα]

   A the territory of S., Th.6.52 (and so L. Dind. reads for ἡ Συράκουσα or Συράκοσα in D.S. (v. supr.)): Συρακοσίων τράπεζα, prov. of luxurious living, Ar.Fr.216:—Σῠρᾱκοσεύς, έως, ὁ, St.Byz.

Greek (Liddell-Scott)

Σῠράκουσαι: -αἱ, πόλις τῆς Σικελίας· Ἰωνικ. Συρήκουσαι, Ἡρόδ.· Δωρικ. Συράκοσαι, Πινδ. Π. 2. 1 καὶ χάριν τοῦ μέτρου Σῠράκοσσαι. Böckh διάφορ. γραφ. παρὰ Πινδ. Ο. 6. 6· Σῠράκουσα, ἡ, ἀπαντᾷ παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ., Διόδ. 13. 75., 14. 11· Συράκοσα, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 490. 58· ὡσαύτως Συρακώ, οῦς, ἡ, Ἐπίχαρμ. 166 Ahr. ― Ἐπίθ. Σῠρᾱκόσιος, α, ον, ἐκ Συρακουσῶν· καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ κάτοικος τῶν Συρακ., Ἰωνικ. Συρηκούσιος, Ἡρόδ. 7. 154, κτλ.· ποιητ. Συρηκόσιος, Ἀνθ. Π. 5. 192· τύπος τις Συρακόσσιος μνημονεύεται ἐν Θεογνώστου Κανόσι σ. 56· θηλ. Συρακοσσὶς [[[γλῶσσα]]] Νόνν. Δ. 9. 22· ― ἡ Συρακοσία [[[χώρα]]] Θουκ. 6. 52 (καὶ οὕτως ὁ L. Dind. ἀναγινώσκει ἀντὶ ἡ Συράκουσα ἢ Συράκοσα παρὰ Διοδ. (ἴδε ἀνωτ.)· Σ. τράπεζα, παροιμία ἐπὶ πολυτελοῦς διαίτης, Λατιν. Siculae dajes, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Παροιμιογρ.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
Syracuse, ville de Sicile.

English (Strong)

plural of uncertain derivation; Syracuse, the capital of Sicily: Syracuse.

English (Thayer)

(so accented commonly (Chandler §§ 172,175); but according to Pape, Eigennamen, under the word, Συράκουσαι in Ptolemy, 3,4, 9; 8,9, 4), Συρακουσων, αἱ, Syracuse, a large maritime city of Sicily, having an excellent harbor and surrounded by a wall 180 stadia in length (so Strabo 6, p. 270; "but this statement exceeds the truth, the actual circuit being about 14English miles or 122stadia" (Leake, p. 279); see Dict. of Geogr. under the word, p. 1067b); now Siragosa: Acts 28:12.

Greek Monotonic

Σῠράκουσαι: [ᾱ], αἱ, Ιων. Συρήκουσαι, Δωρ. Συράκοσαι και Σῠράκοσσαι, Συρακούσες, πόλη της Κάτω Ιταλίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Σῠρᾱκόσιος, , -ον, αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τις Συρακούσες, και ως ουσ. Συρακούσιος, Ιων. Συρηκούσιος, στον ίδ.· ποιητ. Συρηκόσιος, σε Ανθ.· Συρακοσία (χώρα), η περιοχή των Συρακουσών, σε Θουκ.