ὅμαδος

From LSJ
Revision as of 00:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅμᾰδος Medium diacritics: ὅμαδος Low diacritics: όμαδος Capitals: ΟΜΑΔΟΣ
Transliteration A: hómados Transliteration B: homados Transliteration C: omados Beta Code: o(/mados

English (LSJ)

ὁ,

   A noise, din, esp. of the confused voices of a number of men (coupled with δοῦπος, the tramp of men), Il.9.573, 23.234, Od.10.556 (nowh. else in Od.) ; also opp. the sound of flutes and pipes, συρίγγων τ' ἐνοπὴν ὅμαδόν τ' ἀνθρώπων Il.10.13, cf. Pi.N.6.38, Philyll.5 (lyr.) ; ὅ. ἄλυρον ἔλεγον E.Hel.185 (lyr.) ; rarely of a tempest, Il.13.797.    II noisy throng or mob of warriors, 7.307, 15.689, 17.380: metaph., βίβλων ὅ. Pl.R.364e.    III din of battle, Hes.Sc.155, 257 ; χάλκεον στονόεντ' . . ὅμαδον the din of brazen war, Pi.I.8(7).27.—Ep. and Lyr., never in Trag., exc. in E. l. c. (lyr.), once in Pl.l.c.

German (Pape)

[Seite 328] ὁ (ὁμός), Lärm, Getöse, welches eine große Menschenmenge durch verworrenes Durcheinanderreden hervorbringt; τῶν δὲ τάχ' ἀμφὶ πύλας ὅμαδος καὶ δοῦπος ὀρώρει, Il. 9, 573, vgl. 23, 234 Od. 10, 556; συρίγγων τ' ἐνοπὴν ὅμαδόν τ' ἀνθρώπων, 10, 13; ὅμαδος ἀλίαστος ἐτύχθη, 12, 471; auch vom Sturmeshrausen, 13, 797. – Uebertr. die Menschenmenge selbst, ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤϊ', ὁ δ' εἰς Τρώων ὅμαδον κίε, Il. 7, 307, die lärmende Kriegerschaar; ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ Τρώεσσι μάχεσθαι, 17, 380, vgl. 15, 689; – Kampfeslärm ist es Hes. Sc. 155. 147, wie Pind. sagt χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον, I. 7, 25; aber Χαρίτων ὁμάδῳ φλέγεν, N. 6, 39, vom Gesange; ὅμαδον ἔκλυον ἄλυρον, Eur. Hel. 185; die Menge übh., βίβλων ὅμαδον παρέχονται Μουσαίου, Plat. Rep. II, 364 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὅμᾰδος: ὁ, (ὁμός, ὁμάς) θόρυβος, βοὴ γινομένη ὑπὸ πολλῶν ὁμοῦ, μάλιστα ἐπὶ τῶν συγκεχυμένων φωνῶν πολλῶν ἀνθρώπων, ῥητῶς διαστελλομένη ἀπὸ τοῦ δούπου τοῦ ἤχου τῶν πατημάτων τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ι. 573., Ψ. 234, Ὀδ. Κ. 556 (οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ.)· ὡσαύτως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἦχον αὐλῶν καὶ τὼν ὁμοίων, συρίγγων τ’ ἐνοπὴν ὅμαδόν τ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Κ. 13, πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 66· ὅμαδον ἔκλυον, ἄλυρον ἔλεγον Εὐρ. Ἑλ. 185· σπανίως ἐπὶ καταιγίδος, ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 797. ΙΙ. ὡς τὸ ὅμιλος, ταραχῶδες πλῆθος πολεμιστῶν, Η. 307., Ο. 689, κτλ.· μεταφορ., βίβλων ὅμ. Πλάτ. Πολ. 364Ε. ΙΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 155, 257, ἡ βοή, ὁ θόρυβος τῆς μάχης, χάλκεος ὅμ., ὁ θόρυβος τῆς διὰ χαλκίνων ὅπλων συμπλοκῆς, Πινδ. Ι. 8 (7), 55· - πρβλ. ὅμιλος, ὄχλος, καὶ τὸ Λατ. turba. - Ἐπικ. καὶ Λυρ. λέξις· οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς Τραγ.· πλὴν παρ’ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Λυρ.), ἅπαξ παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. 643. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 166.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 rassemblement, multitude;
2 bruit d’une foule rassemblée ; tumulte ; particul. bruit d’un combat, tumulte d’une mêlée.
Étymologie: ὁμός.

English (Autenrieth)

(ὁμός): din, properly of many voices together. (Il. and Od. 10.556.)

English (Slater)

ὅμᾰδος
   1 throng παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν (N. 6.38) ἀρίστευον παῖδες ἀνορέᾳ χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον (I. 8.25)

Greek Monotonic

ὅμᾰδος: ὁ (ὁμός),·
I. θόρυβος, σάλος που προέρχεται από μεγάλο αριθμό ατόμων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Όμηρ., Ευρ.· λέγεται για καταιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. θορυβώδης πλήθος πολεμιστών, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὅμαδος:1) шум, гам (ὅ. καὶ δοῦπος Hom.);
2) шумная толпа (Τρώων Hom.);
3) песнь, пение (Χαρίτων Pind.);
4) куча, множество (βίβλων Plat.).