λῶμα

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῶμα Medium diacritics: λῶμα Low diacritics: λώμα Capitals: ΛΩΜΑ
Transliteration A: lō̂ma Transliteration B: lōma Transliteration C: loma Beta Code: lw=ma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A hem, fringe, border, of a robe, LXXEx.28.29(33), al.:—Dim. λωμάτιον, τό, AP11.210 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 76] τό, Saum, Vorstoß, unten am Kleide, LXX.; Hesych. auch ἐπίβλημα erkl.

Greek (Liddell-Scott)

λῶμα: τό, τὸ κράσπεδον, ἡ ᾤα, ἡ ἄκρα τοῦ ἐνδύματος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἐκκλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λῶμα· ῥαφή, κλωσμός, ἡ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου…». ― Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολόγον (570. 53): «λῶμα τὸ γυναικεῖον, ὃ ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος (ἢ ὄχθοιβος) λέγεται τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας, κτλ.»· ― ὑποκοριστ. λωμάτιον, τό, Ἀνθ. Π. 11. 210.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
frange ou lisière, bordure d’un vêtement.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

το (AM λώμα, -ατος)
νεοελλ.
ναυτ. σχοινί που ράβεται γύρω γύρω από το ιστίο για να το ενισχύσει και να το προφυλάξει από τον άνεμο, κν. γραντί
μσν.
κλωστή, νήμα
αρχ.
1. το κράσπεδο, η άκρη του ενδύματος, η ούγια («καὶ ποιήσεις ὑπὸ τὸ λῶμα τοῡ ὑποδύτου κάτωθεν, ὡσεὶ ἐξανθούσης ῥόας ῥοΐσκους ἐξ ὑακίνθου», ΠΔ)
2. περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. εὔληρα (δωρ. τ. αὔληρα) «ηνία», λατ. lorum «ιμάντας, λουρί» και αρμ. lar «δεσμός, σχοινί». Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανήκει στην οικογένεια της ΙΕ ρίζας wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» (πρβλ. εἴλω). Έχουν διατυπωθεί, τέλος, και απόψεις —όχι πολύ πιθανές— κατά τις οποίες η λ. λώμα συνδέεται με αρχ. ινδ. lūna- «αποκομμένος, αποχωρισμένος» ή με λώπη «ιμάτιο, σάλι» ή με τσεχ. lem «κρόσι»].

Greek Monotonic

λῶμα: -ατος, τό, άκρη ενδύματος· υποκορ. λωμάτιον, τό, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: hem, fringe, border of cloths (LXX Ex.)
Derivatives: -λωμάτιον (AP); acc. to EM = τὸ γυναικεῖον, ο ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος λέγε-ται ... καὶ τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα; acc. to H. also = ῥαφή, κλωσμός. - Besides ἀσύλλωτοι, of ὦμοι shoulders (Call. Dian. 213), prop. not fixed together, -twisted, i.e. uncovered; εὔλωστοι εὑυφεῖς, λωστοί ἐρραμμένοι, ἄλωστοι ἄρραφοι, λωισμόν λῶμα H.; s. Danielsson IF 4, 162ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: By Bezzenberger BB 5, 315 λῶμα is connected with εὔληρα, αὔληρα rein, Lat. lōrum id., with Arm. lar 'noose, cord'; on the suffixvariation λῶ-μα : lōrum cf. e.g. γνῶ-μα: γνώ-ρ-ιμος, κλῆ-μα: κλῆ-ρος. The words mentioned have all been connected with the root u̯el- turn, wind, twist, in Greek.further in εἰλέω (cf. Frisk Eranos 40, 87ff.; λῶμα: ἴλλω as πτῶμα: πίπτω. But εὐληρα is Pre-Greek, s.v. - Diff. on λῶμα Scheftelowitz KZ 53, 268 (to Skt. lūná- cut off), Specht KZ 68, 126 (to λώπη with variation π : μ, which is wrong), Machek Studia in hon. Acad. d. Děcev 51 (to Tchech. lem fringe); all unconvincing. Cf. λωτις, λωστυς. Not cognate is λώδιξ woven cover (from Lat. lōdīx; s. W.-Hofmann s. v.).