πύππαξ

From LSJ
Revision as of 06:30, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύππαξ Medium diacritics: πύππαξ Low diacritics: πύππαξ Capitals: ΠΥΠΠΑΞ
Transliteration A: pýppax Transliteration B: pyppax Transliteration C: pyppaks Beta Code: pu/ppac

English (LSJ)

an exclamation of admiration,

   A bravo! Pl.Euthd.303a, Com.Adesp.1130.

German (Pape)

[Seite 819] u. πύπαξ, Ausruf der Verwunderung, des Erstaunens, potz! potztausend! (vgl. πόποι, βαβαί, βομβάξ) Plat. Euthyd. 303 a πυππὰξ ὦ 'Ἡράκλεις καλοῦ λόγου, wo das Folgende zu vergleichen. – Hesych. erwähnt auch φύππαξ.

Greek (Liddell-Scott)

πύππαξ: ἐπιφώνημα θαυμασμοῦ ἢ σχετλιασμοῦ· ὡς τὸ πόποι, βαβαί, βομβάξ, Λατιν. papae, babai, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πύππαξ· τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον πύππαξ ἔλεγον, ὡς Λυκόφρων ᾠήθη· οὐκ ἔστι δέ· τὸ μὲν γὰρ βόμβαξ τίθεται καὶ ἐπὶ σχετλιασμοῦ καὶ ἐπὶ γέλωτος, τὸ δὲ πύππαξ οὐχί»· κατὰ δὲ Φώτιον: «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῦ ὡς πένθους ἀμε ἀφριστον»· - ἐντεῦθεν πυππάζω, φωνῇ ποιᾷ χρῶμαι, ἐπιφωνῶ πύππαξ, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτεσιν»7, πρβλ. ὑπερπυππάζω.

French (Bailly abrégé)

interj.
c. πυππάξ.

Greek Monolingual

ή πυππάξ Α
1. επιφώνημα θαυμασμού («πυππάξ, ὦ Ἡράκλεις, ἔφη, καλοῡ λόγου», Πλάτ.)
2. (κατά τον Φώτ.) «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῡ
ὡς πένθους ἀμετάφραστον».

Greek Monotonic

πύππαξ: επιφών. έκπληξης, μπράβο! σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύππαξ bewonderende uitroep: bravo!

Frisk Etymological English

Grammatical information: excl.
Meaning: exclamation of admiration (Pl., Com. Adesp.).
Derivatives: παππάζω (Cratin. 52).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Exclamation of onomatop. character; it could (also) be Pre-Greek.