ἀφθαρσία

From LSJ
Revision as of 17:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφθαρσία Medium diacritics: ἀφθαρσία Low diacritics: αφθαρσία Capitals: ΑΦΘΑΡΣΙΑ
Transliteration A: aphtharsía Transliteration B: aphtharsia Transliteration C: aftharsia Beta Code: a)fqarsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A incorruption, immortality, Epicur.Ep.1p.28U., Phld.D.3.9, al., LXX Wi.2.23, Ph.1.37, al., Ep.Rom.2.7, Simp.in Cael.298.16, etc.    II integrity, sincerity, Ep.Eph.6.24.

German (Pape)

[Seite 410] ἡ, Unvergänglichkeit, Unsterblichkeit, Plut. adv. Col. 8 Arist. 6 Philo u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφθαρσία: ἡ, ἡ ἔλλειψις φθορᾶς, ἀθανασία, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. β΄, 23), Πλούτ. 2. 881Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
immortalité.
Étymologie: ἄφθαρτος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 incorruptibilidad, inmortalidad, ἅμα τὴν πᾶσαν μακαριότητα ἔχοντος μετὰ ἀφθαρσίας Epicur.Ep.[2] 76, del universo, Chrysipp.Stoic.2.174.10, cf. Phld.D.3.9.40, μετασχηματιζόμενος εἰς ἀφθαρσίαν LXX 4Ma.9.22, cf. LXX Sap.2.23, περὶ τὴν συνοχὴν τῆς ἰδίας εὐδαιμονίας τε καὶ ἀφθαρσίας Plu.2.881b, τῇ τοῦ θεοῦ βουλήσει τὴν ἀφθαρσίαν ἀνατίθησιν αὐτοῦ Simp.in Cael.298.16
de la vida en el paraíso ζωήν τ' ἄνοσον καὶ ἀφθαρσίαν Ph.1.37, en lit. crist. τοῖς μὲν ... δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσιν Ep.Rom.2.7, como atributo divino ἐπιβάλωμεν τῇ τοῦ θεοῦ ἀφθαρσίᾳ Clem.Al.Strom.4.6.27, de Cristo, Clem.Al.Paed.1.6.32, de la vida humana τί λοιπὸν τὸ κωλῦον αὐτὴν (ζωὴν) μετέχειν τῆς ἀφθαρσίας; Iren.Lugd.Haer.5.3.3, en la doctrina de los maniqueos εἰ καλοῖεν τἀγαθὸν ἀφθαρσίαν, φθορὰν ὀνομάσουσι τὸ κακόν Tit.Bost.Man.M.18.1084B.
2 integridad, sinceridad, amor incorruptible ἡ χάρις μετὰ πάντων τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸν ἐν ἀφθαρσίᾳ Ep.Eph.6.24.

English (Strong)

from ἄφθαρτος; incorruptibility; genitive, unending existence; (figuratively) genuineness: immortality, incorruption, sincerity.

English (Thayer)

ἀφθαρσίας, ἡ (ἄφθαρτος, cf. ἀκαθαρσία) (Tertullian and subsequent writings incorruptibilitas, Vulg. incorruptio (and incorruptela)), incorruption, perpetuity: τοῦ κόσμου, Philo de incorr. round. § 11; it is ascribed to τό θεῖον in Plutarch, Aristotle, c. 6; of the body of man exempt from decay after the resurrection, ἐν ἀφθαρσία, namely, ὄν), 50,53 f; of a blessed immortality (τινα ἀγαπᾶν ἐν ἀφθαρσία to love one with never diminishing love, purity, sincerity, incorruptness in st).

Greek Monolingual

η (AM ἀφθαρσία) άφθαρτος
το να μην υπόκειται κάποιος ή κάτι σε φθορά, η αθανασία, η αιωνιότητα
νεοελλ.
φρ. «βρίσκομαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας» — βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση
αρχ.
ακεραιότητα, αγνότητα, καθαρότητα.

Greek Monotonic

ἀφθαρσία: ἡ, αφθαρσία, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀφθαρσία: ἡ неуничтожаемость, бессмертие Epicur. ap. Diog. L., Plut.