ἐναγής
English (LSJ)
ές,
A = ἐν ἄγει ὤν, under a curse or pollution because of bloodshed, of the Alcmeonidae, Hdt.1.61, 5.70 sq.; ἀπὸ τούτου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ ἐκαλοῖντο Th.1.126; ἐναγὴς τοῦ Ἀπόλλωνος Aeschin.3.110: Sup., Hermog.Inv.1.4. II in S.OT656 (lyr.), τὸν ἐναγῆ φίλον one who has invoked a curse upon his head (in case of treachery).
German (Pape)
[Seite 824] ές (s. ἅγος), fluchbeladen, auf dem ein schweres Verbrechen, eine Blutschuld, u. deshalb der Fluch der Götter u. Menschen lastet, Her. 5, 70; ἀπὸ τοῦ φόνου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ ἐκαλοῦντο Thuc. 1, 126; ἐναγὴς ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος Aesch. 3, 110, der sich an diesem Gotte versündigt hat; Sp., wie D. Cass. 53, 17. Bei Soph. O. C. 656, ch. erkl. der Schol. καθαρός, der den Göttern durch einen Eid verpflichtet ist, also im Falle des Eidbruchs deren Fluch auf sich ladet; so Aesch. Suppl. 116 θεοῖς ἐναγέα τέλη. – Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰγής: -ές, ἐν ἄγει ὤν, ὑπὸ κατάραν, ἔνοχος ἀνοσιουργήματος, μεμιασμένος ἐκ φόνου γενομένου ἐντὸς ναοῦ ἢ ἀλλαχοῦ, κατηραμένος, ἀφωρισμένος, βδελυρός, ἀποτρόπαιος, Λατ. piacularis, περὶ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν, Ἡρόδ. 1. 61., 5. 70 κἑξ.· ἀπὸ τοῦ φόνου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ ἐκαλοῦντο Θουκ. 1. 126· οὕτως, ἐναγὴς τοῦ Ἀπόλλωνος Αἰσχίν. 69. 13. ΙΙ. ἐν Σοφ. Οἰδ. Τ. 656, τὸν ἐναγῆ φίλον, τὸν δεδεσμευμένον δι’ ἀρᾶς ἐναντίον ἑαυτοῦ (ἐν περιπτώσει προδοσίας), Λατ. sacer (ἔνθα ὁ Musgr. προὔτεινε τὴν γραφ. ἀναγῆ = καθαρόν, ἐκ τοῦ Ἡσυχ.· ταύτην δὲ τὴν ἔννοιαν θέλει νὰ δώσῃ καὶ ὁ Σχολ. εἰς τὴν λέξιν, λέγων: «τὸν ἐναγῆ, τὸν σοὶ νομιζόμενον ἐναγῆ»· ἀλλ’ ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Jebb ἐν τόπῳ).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui est sous le coup d’une malédiction ou d’une vengeance ; abs. maudit;
2 voué ou consacré à, τινι.
Étymologie: ἐν, ἅγος.
Spanish (DGE)
(ἐνᾰγής) -ές
• Morfología: [plu. nom. ἐναγέες Hdt.5.71, Luc.Syr.D.54, ac. ἐναγέας Hdt.5.70, Ti.Locr.104d, Luc.l.c., gen. ἐναγέων Hdt.1.61, nom.-ac. neutr. ἐναγέα A.Supp.123]
I c. valor neg.
1 en la esfera relig. sacrílego, impuro, abominable por incumplimiento de normas y deberes religiosos: por violación del derecho de asilo, de los Alcmeónidas, Hdt.ll.cc., Th.1.139, Arist.Ath.20.3, Fr.8, Plu.Sol.12, de los atenienses gener., Themist.Ep.4, c. gen. ἐναγεῖς καὶ ἀλίτηριοι τῆς θεοῦ sacrílegos e impíos para con la diosa (Atenea), Th.1.126, ἐ. ... τοῦ Ἀπόλλωνος Aeschin.3.110, ἐναγεῖς τῆς θεοῦ Paus.7.25.3, cf. Aristid.Or.24.51, por cultivar tierra sagrada, Aeschin.3.108, por entrar armado en tierra sagrada, Str.8.3.33, por hollar, robar templos, etc., D.Chr.3.53, D.S.16.60.1, ἐ. πρᾶξις del rapto y violación de una sacerdotisa, Hld.10.36.4, θυσίαι ἐναγεῖς ante la estatua del emperador en el templo de Jerusalén, Ph.2.577, ἱερόσυλος ἔστω καὶ ἐ. νομιζέσθω IG 12(5).654.10 (Siro, imper.)
•subst. τὸ ἐ. comportamiento sacrílego, impureza ἀπὸ παντὸς ἐναγοῦς ... κεκαθαρμένους Lindos 487.4 (III d.C.)
•impío por incumplimiento de obligaciones con los muertos, Ath.409f, op. ἁγνός Sch.S.Ant.255, 889P., por no prestar la debida devoción a la divinidad ἐ. ... ψυχῇ τε καὶ γλώττῃ Ph.2.165, de los epicúreos, Luc.Alex.45, Symp.6, dicho de los poemas homéricos ἐναγεῖς λόγοι Heraclit.All.1, μῦθοι Heraclit.All.2
•impuro por enfermedades como la lepra, D.S.34/35.1, I.AI 9.226, de ciertos anim. σύας δὲ μοῦνον ἐναγέας νομίζοντες Luc.Syr.D.54, φόνον ζῴου μὴ βλάπτοντος ἔργον ἐναγὲς καὶ ἄθεσμον Plu.2.729e
•crist. impío, pecador del paganismo, la herejía, Eust.Ant.Fr.74, βωμοί Eus.VC 3.26.3, οὐ γὰρ τολμῶ ὀφθαλμοῖς ἐναγέσιν ὁρᾶν τῶν ἁγίων τὰ ἅγια Chrys.M.59.519.
2 en la esfera social y familiar maldito, criminal por derramamientos criminales de sangre οὐκ ἂν ἐβουλήθην ἀποκτεῖναι ἵνα μὴ ἐ. γένωμαι Demad.88, cf. D.H.3.22, Paus.4.10.5, I.BI 2.472, Chrys.M.57.391, de Caín, Ph.1.210, 555, de Nerón ἐς γυναῖκας γαμετὰς ἐναγῆ τε καὶ ἀνέραστα τολμήματα crímenes malditos y odiosos contra sus esposas Paus.9.27.4, de David por matar al esposo de su amante, I.AI 7.208, de Judas, Chrys.M.58.732, ἔργον Origenes Io.28.25, μίασμα Eus.Theoph.12, φόνος Chrys.M.53.231, χερσὶ καὶ γνώμαις ἐναγεῖς Ph.2.315, cf. Aesop.32, Luc.DMeretr.13.4, Aristid.Or.2.238, Plu.Cat.Mi.17, 2.363c, (πέτραι) ἐναγεῖς porque se arrojaba gente al mar desde ellas, Paus.1.44.8
•ref. otros delitos indeseable, abominable ἄνθρωπος Isid.Pel.Ep.M.78.568C, ψαλτής Macho 117, ref. al pirómano, Chrys.M.60.448
•subst. οἱ ἐναγεῖς malvados, delincuentes ref. ladrones, Alciphr.3.18.4.
II c. valor posit.
1 de sacrificios propiciatorio ἐναγέα τέλεα A.l.c.
2 de pers. consagrado por un juramento τὸν ἐναγῆ φίλον S.OT 656
•interpr. como sagrado Sch.ad loc.
III adv. -ῶς de manera impía, impuramente τὰ ... ἐ. ... γενόμενα βδελύγματα Ps.Callisth.53.8Λ, cf. Pall.V.Chrys.19.118, οἱ ἐ. ἐνεργούμενοι Dion.Ar.EH 98.2.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐναγής, -ές)
αυτός που ενέχεται σε άγος, ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή ανοσιούργημα, καταραμένος, αφορισμένος, αποτρόπαιος
αρχ.
1. (για λόγους ή πράγμ.) βδελυρός, μυσαρός, ανόσιος
2. αυτός που δεσμεύεται με κατάρα εναντίον του για την περίπτωση απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῑ λόγῳ σ' ἄτιμον βαλεῑν», Σοφ.)
επίρρ...
ἐναγῶς
ευσεβώς, με σεβασμό.
Greek Monotonic
ἐνᾰγής: -ές, = ἐν ἅγει ὤν (ἅγος), καταραμένος, αφορισμένος, αναθεματισμένος, Λατ. piacularis, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾰγής: ἄγος
1) отягощенный тяжелым преступлением, пораженный проклятием (τοὺς ἐναγέας ἐπιλέγειν τινάς Her.; ἐ. καὶ ἀλιτήριος τῆς θεοῦ Thuc.; ἐ. καὶ μιαρός Plut.): ἐ. ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος Aeschin. да поразит его проклятие Аполлона и Артемиды;
2) приносимый по обету (θεοῖς ἐναγέα τέλεα Aesch.);
3) связавший себя клятвой (φίλος Soph.).