σχόλιον
νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.
English (LSJ)
τό, (
A σχολή 11) interpretation, comment, Cic.Att.16.7.3; σχόλια λέγειν Arr.Epict.3.21.6; esp. short note, scholium, Gal.18(2).847, etc.; σχόλια συναγείρων Luc.Vit.Auct.23, cf. Porph.Plot.3; σ. εἴς τι on a book, Marin.Procl.27. II tedious speech, lecture, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 1058] τό, Scholion, Auslegung, Erklärung, dergleichen zuerst für Schulen od. Lernende über alte Schriftsteller geschrieben wurden; zuerst bei Cic. Att. 16, 7; Luc. σχόλια συναγείρων, Vit. auct. 23; die VLL. erkl. es auch durch σεμνολόγημα.
Greek (Liddell-Scott)
σχόλιον: τό, (σχολή ΙΙ) ἐξήγησις, ἑρμηνεία, Κικ. πρ. Ἀττ. 16. 7. 3· σχόλια λέγειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 6· μάλιστα σύντομος σημείωσις ἑρμηνευτική, ὡς καὶ νῦν, σχόλια συναγείρων Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 23· σχ. τινος ἢ εἴς τι, εἰς βιβλίον τι, εἴς τινα συγγραφέα, Σχόλ. ΙΙ. μακρὸς σχοινοτενὴς λόγος, ἀνάγνωσμα, διδασκαλία, Φωτ., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
explication, commentaire, scholie.
Étymologie: σχολή.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. σχόλιο.
Greek Monotonic
σχόλιον: τό (σχολή II), σύντομη ερμηνευτική σημείωση, σχόλιο, ερμηνεία, εξήγηση, Λατ. scholium, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
σχόλιον: τό объяснение, толкование, комментарий Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχόλιον -ου, τό [σχολή] verklarende aantekening. Luc. 27.23.