Νηρεύς
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
έως, Ion. ῆος, ὁ,
A Nereus, h.Ap.319, Hes.Th.240, Alc.Supp. 8.7, etc. 2 sea, Λίβυς, Ἄραψ N., Nonn.D.25.51, 32.194.
Greek (Liddell-Scott)
Νηρεύς: έως, Ἰων. -ῆος, ὁ, ἀρχαῖός τις θαλάσσιος θεός, ὅστις ὑπὸ τὸν Ποσειδῶνα διατελῶν ἦρχε τῆς Μεσογείου, ἴδε Ἰλ. Σ. 141· τὸ πρῶτον ὀνομαστὶ μνημονεύεται ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 319, καὶ ἐν Ἡσιόδ. Ἦτο δὲ πρεσβύτατος υἱὸς τοῦ Πόντου (δηλ. τῆς θαλάσσης), ἀνὴρ τῆς Δωρίδος θυγατρὸς τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ πατὴρ τῶν Νηρηΐδων, Ἡσ. Θ. 233 κἑξ.: - Ἐπίθετ. Νήρειος, α, ον, ὁ τοῦ Νηρέως, Νήρεια τέκνα, δηλ. ἰχθύες, Εὔφρων ἐν «Μούσαις» 1. (Ἴδε ἐν λέξ. νάω, ῥέω, πρβλ. νηρός, νᾱρός).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Nérée, fils de Poséidon, père des Néréides.
Étymologie: R. Σνα > Να, nager ; v. νέω².
English (Slater)
Νηρεύς old man of the sea ( (P. 9.94) ), a sea god, father of Thetis, Psamatheia, and the Nereids.
1 λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι (O. 2.29) Νηρῆος εὐβούλου Θέτιν παῖδα (P. 3.92) ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (Θέτιν) (N. 3.57) Νηρέος θυγάτηρ (Boeckh: Νηρέως codd.: Thetis) (I. 8.42) Νηρεὺς δ' ὁ γέρων ἕπετα[ι (sc. in a procession in honour of Aiakos) (Pae. 15.4)
English (Strong)
apparently from a derivative of the base of ναῦς (meaning wet); Nereus, a Christian: Nereus.
English (Thayer)
(cf. Vanicek, p. 1158)), Νηρευσεως, ὁ, Nereus, a Christian who lived at Rome: L marginal reading Νηρεαν).
Greek Monolingual
ο (Α Νηρεύς, -έως και ιων. -ῆος)
μυθ. θαλάσσιος θεός, γιος του Πόντου και της Γαίας και πατέρας τών Νηρηίδων
αρχ.
μετωνυμ. θάλασσα («Λίβυς Νηρεύς» — το Λιβυκό πέλαγος, η Θάλασσα της Λιβύης, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ονομασία Νηρεύς για τον θεό της θάλασσας εμφανίζεται σε κείμενα μεταγενέστερα από το Νηρηΐδες, θαλάσσιες θεότητες που αναφέρονται ως κόρες του, χωρίς να είναι γνωστό αν ο θεός πήρε το όνομά του από τις θεότητες κόρες του ή το αντίθετο. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι λέξεις συνδέονται με λιθουαν. nerti «βυθίζω, καταδύω» και nerōve «θαλασσινή θεότητα, νηρηίδα». Τέλος, κατ' άλλη άποψη, η λ. (< σvāF-eρo-) συνδέεται με το ρ. νάω «ρέω»].
Greek Monotonic
Νηρεύς: -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, ο Νηρέας, θαλάσσια θεότητα, γιος του Πόντου (Πόντος =θάλασσα), πατέρας των Νηρηΐδων, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
Νηρεύς: έως, эп. ῆος, дор. έος ὁ Нерей (сын Понта и Геи, муж Дориды, отец 50 Нереид, вещий морской старец) Hom. etc.
Frisk Etymological English
έως
Grammatical information: m .
Meaning: Sea-god, son of Pontos and Gaia (h. Ap. 319, Hes. Th. 233 a. 240).
Other forms: Ion. -ῆος.
Derivatives: Νηρεῖος in Νηρεῖα τέκνα = fishes (Euphro 8, 2) and Νήρειον, -άδιον = δελφίνιον, plantname (Ps.-Dsc.) [referring also to νηρόν (fresh) water (s.v.)? improbable. -- Besides Νηρηΐς, -εΐς, pl. -ίδες f. Nereids, seanymphs (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As Νηρεύς has only relevance as father of the Nereiden (v. Wilamowitz Glaube 1, 219, Nilsson Gr. Rel. 1, 240) (in Hom. prob. mentioned as ἅλιος γέρων), we hould consider with Bosshardt 122, whether the father was called afters his daughters. He may also be indicated as Πρωτεύς (West ad Hes. Th. 233). As basis of Νηρη-(Ϝ)ίδ- also other stems have been considered beside Νηρεύς; cf. Schwyzer 465, Chantraine Form. 345 f. -- Fick 1, 503 referred to Lith. nérti submerge, s. Fraenkel Sybaris 40 f., Wb. s. nérti 1. To be considered further νηρίδας τὰς κοίλας πέτρας and νηρόν τὸ ταπεινόν H.(?) -- Diff. Schulze Q. 475, Brugmann Sächs. Ges. Ber. 1899, 213: from *σναϜερο- to νάω well, stream; noncommittal attempts. -- Cf. WP. 2, 693 f.; also Kretschmer Glotta 15, 64. An IE etymology seems hardly to be expected; as the ending suggests the word will be Pre-Greek.
See also: s. νάω.