ὀχλέω
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
(ὄχλος)
A move, disturb, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται all the pebbles are rolled or swept away by the water, Il.21.261. II generally, trouble, importune, c. acc., Hdt.5.41; ὀχλεῖς μάτην με A.Pr.1001; disturb citizens by false alarms, Aen. Tact.6.1: abs., to be troublesome or irksome, Hp.Epid.2.1.3, S.OT446, OGI262.22 (Baetocaece); ὀ. πρὸς αὐγάς impede the sight, Hp.Prorrh.1.147 = Coac.191 (v.l.): freq. in Pap., POxy.269 ii 4 (i A. D.), etc.:—Pass., to be troubled, ὑπέρ τινος Arist.EN1167a10, cf. 1171b19; ἀσθενείᾳ σώματος Plb.Fr.188; ὑπὸ ὑδέρου Hippiatr.38; τὴν ἀκοήν Phld.Po.2.18; cf. ἐνοχλέω: later c. inf., μὴ ὀχλοῦ δὲ πέμπειν τι ἡμῖν don't trouble to . ., POxy.1481.6 (ii A. D.). III in Pass., to be crowded, ὁδὸς . . ἥτις οὐ πολὺ ὀχλεῖται Ceb.15 (nisi πολυοχλεῖται leg.).
German (Pape)
[Seite 430] 1) = Vorigem, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται, alle Steinchen werden fortgerollt, vom Wasser, Il. 21, 261; VLL. κινοῦνται, κυλινδοῦνται. – 2) (ὄχλος) durch die Menge beunruhigen, übh. belästigen; ὀχλεῖς μάτην με, Aesch. Prom. 1003; ὡς παρὼν σύ γ' ἐμποδὼν ὀχλεῖς, Soph. O. R. 446; ὤχλευν αὐτήν, Her. 5, 41. – Pass. bei Suid. – Gew. im comp. ἐνοχλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλέω: (ὀχλός) κινῶ, διαταράττω, κυλίω, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται, κυλίονται, παρασύρονται ὑπὸ τοῦ ὕδατος. Ἰλ. Φ. 261. ΙΙ. καθόλου, ταράττω, ἐνοχλῶ, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 5. 41· ὀχλεῖς μάτην με Αἰσχύλ. Πρ. 1001· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, ὀχληρός, Ἱππ. 996Β, Σοφ. Ο. Τ. 446· ὀχλ. πρὸς αὐγάς, ἐνοχλεῖν, ἐμποδίζειν τὴν ὅρασιν, Ἱππ. 80Ε, 149C. - Παθ., ἐνοχλοῦμαι, ταράττομαι, ὑπέρ τινος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 5, 3, πρβλ. 9. 11, 5· ἀσθενείᾳ σώματος Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ὄχλου· πρβλ. ἐνοχλέω. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., πληροῦμαι ὄχλου, ὁδὸς ὀχλεῖται Κέβητ. Πίνακ. 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 remuer, mouvoir, particul. rouler comme d’un mouvement houleux;
2 fig. harceler, tourmenter.
Étymologie: ὄχλος.
English (Autenrieth)
(ὀχλός): only pass., ὀχλεῦνται, are swept away, Il. 21.261†.
English (Strong)
from ὄχλος; to mob, i.e. (by implication) to harass: vex.
English (Thayer)
ὄχλῳ: present passive participle ὀχλουμενος; (ὄχλος); properly, to excite a mob against one; (in Homer (Iliad 21,261) to disturb, roll away); universally, to trouble, molest (τινα, Herodotus 5,41; Aeschylus, others); absolutely, to be in confusion, in an uproar (to be vexed, molested, troubled: by demons, R G L (where T Tr WH ἐνοχλούμενοι — the like variation of text in Herodian, 6,3, 4); ἐνοχλέω, παρενοχλέω.)
Greek Monotonic
ὀχλέω: μέλ. -ήσω·
I. κινώ, διαταράζω, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται (Ιων. αντί -οῦνται), όλα τα χαλίκια κύλισαν προς τα μπρος ή παρασύρθηκαν από το νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ενοχλώ, βαρύνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απόλ., ενοχλώ, στενοχωρώ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀχλέω: 1) ворочать, катить (ψηφῖδες ὀχλεῦνται Hom.);
2) донимать, докучать, надоедать, беспокоить (τινα Her., Aesch., Soph.): ὀλίγα ὀχληθεὶς μεγάλ᾽ ὠφελήσειν τινά Arst. с небольшим для себя беспокойством оказать кому-л. большую услугу; ὀχλούμενος ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων NT одержимый нечистой силой.