περιχωρέω

From LSJ
Revision as of 12:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχωρέω Medium diacritics: περιχωρέω Low diacritics: περιχωρέω Capitals: ΠΕΡΙΧΩΡΕΩ
Transliteration A: perichōréō Transliteration B: perichōreō Transliteration C: perichoreo Beta Code: perixwre/w

English (LSJ)

   A go round, σὺ περιχώρει λαβὼν τὴν χέρνιβα Ar.Av.958; π. τὴν Ἑλλάδα Thalesap.D.L.1.44.    II rotate, Anaxag.9, 12.    2 to be transferred to, come to in succession, ἡ βασιληΐη π. ἐς Δαρεῖον Hdt. 1.210 ; ἡ ὀργὴ π. ἐς τό τινων μίασμα D.C.40.49.

German (Pape)

[Seite 601] herumgehen, -kommen, περιχώρει Ar. Av. 958, u. Sp., wie Plut. z. B. ἵνα μὴ δόξῃ εἰς τὴν γυναῖκα περιχωρεῖν τὸ δῶρον, Qu. Rom. 8; von der Regierung, nach der Reihe an Einen kommen, εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληΐη, Her. 1, 210.

Greek (Liddell-Scott)

περιχωρέω: χωρῶ ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 958· ἄνω κάτω π. Λουκ. Βίων πρᾶσις 14· π. τὴν Ἑλλάδα Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 44. ΙΙ. περιστρέφομαι, Ἀναξαγ. 8. 2) περιέρχομαι εἰς..., διαδοχικῶς καταντῶ εἰς..., π. εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληίη Ἡρόδ. 1. 210· ἡ ὀργὴ π. εἴς τινα Δίων Κ. 40. 49· πρβλ. περιέρχομαι, περίειμι (εἶμι).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aboutir à ; échoir par ordre de succession, avec ἐς et l’acc..
Étymologie: περί, χωρέω.

Greek Monotonic

περιχωρέω: μέλ. -ήσω·
I. βαδίζω ολόγυρα, σε Αριστοφ.
II. έρχομαι γύρω από, έρχομαι ως διάδοχος, περιχωρέω εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληΐη, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περιχωρέω:
1) обходить кругом, совершать обход Arph.;
2) обходить (τὴν Ἑλλάδα Diog. L.);
3) переходить: ἡ βασιληΐη περιχωρέοι ἐς Δαρεῖον Her. (Кир получил предсказание), что царская власть перейдет к Дарию.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιχωρέω [περίχωρος] rondgaan:. σὺ περιχώρει λαβὼν τὴν χέρνιβα ga jij maar rond met de plengschaal Aristoph. Av. 958.. ronddraaien; uitbr. overgaan op, met εἰς + acc.: ἡ δὲ βασιληίη αὐτοῦ περιχωρέοι ἐς Δαρεῖον dat zijn koningschap op Darius zou overgaan Hdt. 1.210.1.