ἐπιζήμιος
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
Dor. etc. ἐπιζάμιος [ᾱ], ον,
A bringing loss upon, hurtful, prejudicial, Charon 12, Th.1.32, Isoc.2.18, etc.; τινί X.Mem.2.7.9, cf. Aeschin.1.45. Adv. -ίως Poll.8.147, D.Chr.14.18. 2. penal: ἐπιζήμια, τά, punishments, penalties, Pl.Lg.784e,788b; -ζάμια Tab. Heracl.1.127; χρησόμεθα ἐπιζημίοις, = ἐπιζημιώσομεν, Epist.Philipp. ap.D.18.157: sg., -ζάμιον, τό, fine, IG5(2).6.36 (Tegea), 5(1).1498 (Messenia). II. liable to punishment, of persons, Pl.Lg.765a; of acts, Arist.Pol.1297a33, cf. PRev.Laws7.6 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 941] 1) schädlich, nachtheilig; πραγματεῖαι Isocr. 2, 18; τί πονηρὸν καὶ ἐπιζ. Xen. Mem. 1, 2, 57; Ggstz ξύμφορον, Thuc. 1, 32; τινί, Xen. Mem. 2, 7, 9. – 2) der Strafe unterworfen, ἐπιζήμιοι, ἐὰν μὴ ἴωσι Plat. Legg. VI, 765 a; ἐπιζήμιόν ἐστιν ἐκ τῶν νόμων τινί, strafbar, Aesch. 1, 45; – τὰ ἐπιζήμια, die Strafe, Plat. Legg. VI, 784 e, ἐπιζήμια τιθέναι VII, 788 b. – Adv., Poll. 5, 135 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 funeste, nuisible;
2 exposé à une amende ou à une peine;
3 pénal ; τὰ ἐπιζήμια PLAT peines, amendes.
Étymologie: ἐπί, ζημία.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιζήμιος, -ον)
αυτός που προκαλεί ζημιά, ο βλαβερός
αρχ.
1. (για πράξη ή παράλειψη) αυτός που επισύρει ποινή, που τιμωρείται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιζήμια
η τιμωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζημία.
Greek Monotonic
ἐπιζήμιος: Δωρ. -ζάμιος, -ον (ζημία),·
I. 1. αυτός που προξενεί, που επιφέρει βλάβη, επιβλαβής, βλαβερός, επιζήμιος, σε Θουκ., Ξεν.
2. αξιόποινος· ἐπιζήμια, τά, ποινές, σε Δημ.
II. αυτός που υπόκειται σε τιμωρία, που του επιβάλλεται ποινή, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιζήμιος: 1) гибельный, пагубный, вредный (τινι Xen., Arst.);
2) подлежащий или подвергнутый наказанию Plat., Aeschin.;
3) карательный: τὰ ἐπιζήμια Plat., Arst. кары, наказания, взыскания.
Middle Liddell
ζημία
I. bringing loss upon, hurtful, prejudicial, Thuc., Xen.
2. penal: —ἐπιζήμια, τά, penalties, Dem.
II. liable to punishment, Aeschin.