ωραίος
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
Greek Monolingual
-α, -ο / ὡραῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α
(για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ωραίο
α) η έννοια της ωραιότητας
β) αισθητική κατηγορία αναφερόμενη σε φαινόμενα της υψηλότερης αισθητικής αξίας, η θεμελιώδης ιδιότητα τών έργων της τέχνης να προκαλούν αισθητική ηδονή
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ὡραία
η περίοδος του χρόνου κατά την οποία επικρατούν καλές καιρικές συνθήκες και, κυρίως, οι τέσσερεις ή πέντε μήνες, από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο, κατά τους οποίους γίνονταν οι εκστρατείες και οι πόλεμοι
αρχ.
1. α) αυτός που γίνεται ή παράγεται στην κατάλληλη εποχή
β) (ιδίως για καρπό) ώριμος
2. (για ζώα) ο ενός έτους, χρονιάρικος
3. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται τον κατάλληλο ή αρμόζοντα χρόνο, επίκαιρος, πρόσφορος («ἀρότου μεμνημένος εἶναι ὡραίου», Ησίοδ.)
4. (για ψάρια) αυτός που παστώθηκε την κατάλληλη εποχή του έτους
5. (για πρόσ.) α) ώριμος για κάτι («ἐπεὶ δ' ἐς ἥβην ἦλθεν ὡραία γάμων», Ευρ.)
β) εσχατόγηρος
6. αυτός που αρμόζει σε κάποιον (α. «βίος τε εὐκλεὴς καὶ θάνατος ὡραῑος», Ξεν.
β. «ἔνθα... ὡραῑα ἐπετέλουν ἱερὰ πρεπούσης ἑκάστῳ», Πλάτ.)
7. (για πρόσ.) α) αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ζωής του, αυτός που διανύει την ακμή της νιότης του και της ομορφιάς του («ὡραῑος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις», Πίνδ.)
β) γνήσιος, ειλικρινής
8. το θηλ. ως ουσ. α) η εποχή κατά την οποία ωριμάζουν οι καρποί και, κυρίως, το σιτάρι
β) η εποχή του θερισμού και, ιδίως, το διάστημα τών είκοσι ημερών πριν από την ανατολή του Σειρίου και τών είκοσι ημερών μετά από αυτήν
9. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὡραῑα
α) οι καρποί που ωριμάζουν σε μια συγκεκριμένη εποχή του έτους
β) (κυρίως) οι καρποί αυτοί ως προσφορές στους θεούς
γ) τα καταμήνια, ιδίως κατά την πρώτη τους εμφάνιση
δ) εορτή στην Αθήνα προς τιμήν τών Ωρών
10. (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) τὴν ὡραίαν
τη συγκεκριμένη εποχή κατά την οποία γίνεται ή συμβαίνει κάτι («ἐν τῷ χειμῶνι τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει», Ηρόδ.)
11. φρ. «ὡραῑόν ἐστι» — οι κλιματικές συνθήκες είναι ευνοϊκές, πρόσφορες (Πλούτ.).
επίρρ...
ωραία / ὡραίως, ΝΑ
με ωραίο τρόπο
νεοελλ.
1. πολύ καλά, περίφημα («τά πάμε ωραία»)
2. εύστοχα («του απάντησες ωραία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αῖος). Για τη σημ. του επιθ. βλ. λ. ώρα].