λάρυγξ

From LSJ
Revision as of 03:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάρυγξ Medium diacritics: λάρυγξ Low diacritics: λάρυγξ Capitals: ΛΑΡΥΓΞ
Transliteration A: lárynx Transliteration B: larynx Transliteration C: larynx Beta Code: la/rugc

English (LSJ)

υγγος, ὁ,

   A larynx or upper part of the windpipe, Arist. HA493a6; used in sounding the vowels, ib.535a32: but in Poets confused with φάρυγξ (gullet) (cf. Arist.HA535a29), E.Cyc.158; χωρεῖν κατὰ τοῦ λ. Pherecr.108.7, cf. Crobyl.8; of gluttons, ἀνόσιοι λάρυγγες Eub.139; ἐκ τοῦ λ. ἐκκρεμάσας τινά Ar.Eq.1363; τὸν λάρυγγ' ἂν ἐκτέμοιμί σου Id.Ra.575: metaph., λ. γλυκύς speech, LXX Si.6.4.    II = τραχεῖα ἀρτηρία, Meno Iatr.8.30.

German (Pape)

[Seite 17] υγγος, nach E. M. auch -υγος, ὁ, u. nach den Gramm. auch ἡ, nach Arist. H. A. 1, 12 der Vordertheil des αὐχήν, die Kehle, Schlund, Speiseröhre, μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου καλῶς Eur. Cycl. 158; Ar. Ran. 575 Equ 1363; ἀνόσιοι λάρυγγες Eubul. bei Ath. III, 113 f. – Vgl. φάρυγξ.

Greek (Liddell-Scott)

λάρυγξ: [ᾰ] υγγος, ὁ, τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ ἀναπνευστικοῦ σωλῆνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12, 1, χρησιμεῦον κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τῶν φωνηέντων, αὐτόθι 4. 9, 2· ἀλλὰ παρὰ ποιηταῖς τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ πεπτικοῦ σωλῆνος (φάρυγξ) καὶ τοῦ ἀναπνευστικοῦ (λάρυγξ) συνεχῶς συγχέονται, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 4. 9, 1· - ὁ λαιμὸς, ὁ φάρυγξ, Εὐρ. Κύκλ. 157· χωρεῖν κατὰ τοῦ λ. Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 7, πρβλ. Κρώβυλ. ἐν Ἀδηλ. 1· ἐπὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, ἀνόσιοι λάρυγγες Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 16· ἐκ τοῦ λ. ἐκκρεμάσας τινὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· τὸν λάρυγγ’ ἂν ἐκτέμοιμί σου ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 575· - μεταφ., λ. γλυκύς, ὁμιλία Ἑβδ. (Σειρὰχ Ζ΄, 4).

French (Bailly abrégé)

υγγος (ὁ) :
1 larynx;
2 gorge, gosier.
Étymologie: DELG pê croisement entre λαιμός et φάρυγξ.

English (Strong)

of uncertain derivation; the throat ("larynx"): throat.

English (Thayer)

λάρυγγος, ὁ, the throat (Etym. Magn. (557,16): λάρυγξ μέν δἰ οὗ λαλοῦμεν ... φάρυγξ δέ δἰ οὗ ἐσθίομεν καί πίνομεν): of the instrument or organ of speech (as Isaiah , their speech threatens and imprecates destruction to others. (Aristophanes, Euripides, Aristotle, Galen, others; the Sept. several times for גָּרון; more often for חֵך, the palate.)

Greek Monolingual

λάρυγξ, -υγγος, ὁ (ΑΜ)
βλ. λάρυγγας.

Greek Monotonic

λάρυγξ: [ᾰ], -υγγος, ὁ, ανώτατο μέρος του αναπνευστικού σωλήνα, λάρυγγας, σε Αριστ.· στους Ποιητές, λαιμός, φάρυγγας (ανώτατο μέρος του πεπτικού σωλήνα), σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λάρυγξ: υγγος ὁ
1) гортань (τοῦ αὐχένος τὸ πρόσθιον μέρος λ. ἐστίν Arst.);
2) (= φάρυγξ) глотка, горло (ἐκτέμνειν τὸν λάρυγγά τινος Arph.).

Frisk Etymological English

-υγγος
Grammatical information: m.
Meaning: upper part of the wind-pipe (Hp., com., Arist., Gal.).
Derivatives: Dimin. λαρύγγιον (Gal.), -ικός rapacious (Pherecr.) and a few denominatives: 1. λαρυγγ-ίζω cry with full neck, shout lustily (Ar., D.); 2. -ιάω id. (A P); 3. λαρύζει βοᾳ̃ ἀπὸ τοῦ λάρυγγος H.; also 4. λαρύνει, of the dove (Stud. itfilcl. 1, 95; 3,496); to -ύνω beside velar stems Fraenkel Denom. 294. Backformation λαρυγγός ματαιολόγος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Suggestion of a cross of earlier φάρυγξ and λαιμός, s. Strömberg Wortstudien 5 9 ff., who discusses the meaning; such crosses are rare and therefor rather improbable. - Earlier connected with Lat. lurco(r) devour, carouse, Germ., e. g. MHG slurc throat (WP. 2, 716, Pok. 965 f., W.-Hofmann s. v.). "Sollte diese Deutung wirklich zutreffen, ist λάρυγξ jedenfalls nach φάρυγξ umgebildet worden (Güntert Reimwortbildungen 119)" Frisk. The gen. λὰρυγος (EM 788, 37) confirms Pre-Greek origin, which is already clearly shown by the suffix ( secondary origin is far from convincing; cf. DELG).

Middle Liddell

!λά˘ρυγξ, υγγος, ὁ,
the larynx or upper part of the windpipe, Arist.:—in Poets the throat, Eur., Ar.