ὄτλος
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
ὁ,
A suffering, distress, arising from a thing, παιδείας ὄτλον A. Th.18; νυμφείων ὄτλον S.Tr.7 (as the Sch., though the Ms. gives ὄκνον). (ὄτλος, ὀτλέω, ὀτλήμων seem to be cogn. with τάλας, τλῆναι, τλήμων.)
German (Pape)
[Seite 405] ὁ (wohl mit τλῆναι zusammenhangend), Leid, Drangsal, Elend, VLL. erkl. μόχθος, κακοπάθεια; ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον, Aesch. Spt. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὄτλος: ὁ, πάθημα, κακοπραγία προερχομένη ἔκ τινος πράγματος, κακοπάθεια, παιδείας ὄτλον Αἰσχύλ. Θήβ. 18· νυμφείων ὄτλον Σοφ. Τρ. 7 (κατὰ τὸν Σχολ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσιν ὄκνον, ταύτην δὲ τὴν γραφὴν διετήρησεν ὁ Jebb ἐν τῷ κειμένῳ ὡς μᾶλλον προσήκουσαν). (ὄτλος, ὀτλέω, ὀτλήμων φαίνεται ὅτι ἐσχηματίσθησαν ἐκ τῆς √ΤΑΛ, τάλας, τλῆναι, τλήμων, μετὰ τοῦ εὐφωνικοῦ ο ἀκριβῶς ὡς τὰ ἄτλας, ἄθλιος, παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης μετὰ τοῦ α εὐφων.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄτλος. μόχθος».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
douleur, peine, mal.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Ταλ, supporter ; cf. τλάω.
Greek Monotonic
ὄτλος: ὁ, επιβάρυνση, ταλαιπωρία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὄτλος: ὁ τλῆναι страдание, мучение, тягость Aesch.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: burden, load, suffering (A. Th. 18, S. Tr. 7 sch.)
Derivatives: ὀτλ-έω (Call., A. R., Lyc.), -εύω (A. R., Babr.) to bear, to undergo, -ημα n. distress (H., Theognost.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Verbal noun to τλῆ-ναι bear, suffer with init. ὀ-, prob. rhythm. conditioned vowel-prothesis rather than (with Kretschmer KZ 36, 268) prefix; cf. Schwyzer 412 w. lit. The vowel-prohesis cannot be explained, so the explanation is wrong. The word will be Pre-Greek.