μήνη

From LSJ
Revision as of 04:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήνη Medium diacritics: μήνη Low diacritics: μήνη Capitals: ΜΗΝΗ
Transliteration A: mḗnē Transliteration B: mēnē Transliteration C: mini Beta Code: mh/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A moon, Il.19.374, Emp.42.3, A.Pr.797, E.Fr.1009: rare in Prose, Pythag. ap. Iamb.Protr.21.ιζ'; as a goddess, h.Hom.32.1, Pi.O.3.20.    II f.l. in Ar.Av.1115; cf. μείς 1.3 b.    III Alch., silver, Ps.-Democr.p.48 B.

German (Pape)

[Seite 174] ἡ, der Mond; σέλας ἠΰτε μήνης, Il. 19, 374. 23, 455; Pind. Ol. 3, 21, personificirt; ἡ νυκτερὸς μήνη, Aesch. Prom. 799; Hermesian. bei Ath. XIII, 597 v. 15. – Bei Ar. Av. 1115 = μηνίσκος 2).

Greek (Liddell-Scott)

μήνη: ἡ, σελήνη, Ἰλ. Τ. 374, Αἰσχύλ. Πρ. 797, Εὐρ. Ἀποσπ. 997· ὡσαύτως ὡς θεά, Ὁμ. Ὕμν. 32, Πινδ. Ο. 3. 36. ΙΙ. = μηνίσκος ΙΙ, 1, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1115. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. μήν).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
la lune.
Étymologie: R. Ma, mesurer ; cf. μήν².

English (Autenrieth)

moon, Il. 23.455 and Il. 19.374.

Greek Monolingual

η (Α μήνη και μάνη)
η σελήνη, ιδίως κατά τη διάρκεια τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών της φάσης της, καθώς και το γεωμετρικό δρεπανοειδές σχήμα που παίρνει αυτή κατά τη διάρκεια αυτών τών ημερών, αλλ. μηνίσκος («τοῡ δ' ἀπάνευθε σέλας γένετ' ἠύτε μήνης», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. κυκλική λευκή ή και άλλου σχήματος ή χρώματος βούλλα στο μέτωπο τών αλόγων
2. στρατιωτικό οχύρωμα που έχει μηνοειδές σχήμα
3. ιατρ. σχηματισμός που στο μικροσκόπιο έχει την εμφάνιση ημισελήνου και παρατηρείται στους νεφρούς σε διάφορες περιπτώσεις μορφών νεφρίτιδας
αρχ.
1. ως κύριο όν. Μήνη
προσωνυμία θεάς
2. (στην αλχημεία) άργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», κατά τα θηλ. σε -η.

Greek Monotonic

μήνη: ἡ (μήν), φεγγάρι, Σελήνη, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μήνη: дор. μήνα ἡ луна (ἡ νύκτερος μ. Aesch.; σέλας μήνης Hom.).

Middle Liddell

μήνη, ἡ, [μήν]
the moon, Il., Aesch.