ὀλοοίτροχος

From LSJ
Revision as of 04:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

German (Pape)

[Seite 326] poet. = ὁλοίτροχος; Il. 13, 137; Orak. bei Her. 5, 92, 2.

English (Autenrieth)

(ϝολ., cf. volvo): rolling stone, round rock, Il. 13.137†.

Greek Monolingual

ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α)
1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.)
2. ως επίθ. σφαιροειδής, στρογγυλός («πέτροι ὀλοίτροχοι» — στρογγυλοί λίθοι με τους οποίους παραβάλλονται οι ισχυροί στρογγυλοί μυώνες τών αθλητών, Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. < ὀλοο- + -τροχος (< επίθ. τροχός «αυτός που τρέχει» < τρέχω), πρβλ. εύ-τροχος, περί-τροχος. Κατά μία άποψη, το α' συνθετικό της λ. ὀλοο- (< FολοFο- «στροφή, γύρισμα») εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας wel- «στρέφω, κυλίω» και συνδέεται με τη λ. ειλεός (< FελεFος) και τα ρ. εἰλῶ «στρέφω, περιτυλίσσω» (βλ. λ. είλω) και εἰλύω. Το -οι- του τ. ὀλοοίτροχος είναι δυσερμήνευτο, παρ' ότι δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί κατάλ. τοπικής πτώσης. Η σύνδεση του α' συνθετικού με τη λ. ὀλοός (Ι) «καταστροφέας» θεωρείται παρετυμολογική. Σε παρετυμολογική, εξάλλου, επίδραση του επιθ. ὅλος οφείλεται η δασύτητα του τ. ὁλοίτροχος (πρβλ. και την γλώσσα του Ησύχ. «ὁλότροχος
περιφερής λίθος»). Τέλος, ανάλογο σχημ. αποτελεί και η γλώσσα του Ησύχ. «ὀλοοίτροπα
παρά Ροδίοις ὀπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν» με σημ. «γλυκά που τά γυρίζει κανείς για να ψηθούν»].

Greek Monotonic

ὀλοοίτροχος: ὁ, εκτεταμ. Επικ. τύπος του ὁλοίτροχος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλοοίτροχος: Hom., Theocr. = ὁλοίτροχος I.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. (accent uncertain cf. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 129 = Kl. Schr. 2, 1186).
Meaning: round piece of rock, boulder, large stone (Ν 137, Democr. 162, Orac. ap. Hdt. 5, 92 β).
Other forms: ὀλοίτροχος (Hdt. 8, 52, Theoc. 22, 49), ὁλοίτροχος (X. An. 4, 2, 3)
Origin: IE [Indo-European] [1140] *u̯el- turn, wind
Etymology: Prob. prop. circle-runner, technical term for a round stone, which is taken down from above or by a vehement stream taken forth. The 1. element belongs to εἰλέω roll, turn and looks as a locative (Pott); after Bechtel Lex. s. v. (with extensive treatment) from a noun *ϜολοϜο- whirl, rotation with closer connection with εἰλεός (s. v.); rejected by Shipp Studies 49 f. (rather with the Ancients to ὀλοός pernicious; οι metr. condit.).

Middle Liddell

ὀλοοίτροχος, ὁ, [lengthd. epic form of ὁλοίτροχος.]