ἀπόλαυσις

From LSJ
Revision as of 16:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλαυσις Medium diacritics: ἀπόλαυσις Low diacritics: απόλαυσις Capitals: ΑΠΟΛΑΥΣΙΣ
Transliteration A: apólausis Transliteration B: apolausis Transliteration C: apolafsis Beta Code: a)po/lausis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A act of enjoying, fruition, Th.2.38, OGI669.8 (Egypt, i A. D.); ἀ. ἀνεύφραντος Secund.Sent.9.    II result of enjoying, pleasure, αἱ ἀ. αἱ σωματικαί Arist.Pol.1314b28, cf. EN 1148a5, etc.; ὁ κατ' ἀπόλαυσιν βίος a life of pleasure, Id.Top.102b17.    2 c. gen., aduantage got from a thing, σίτων καὶ ποτῶν X.Mem.2.1.33, cf. Hp.VM11; ἀγαθῶν Isoc.1.27; ἀπόλαυσιν εἰκοῦς (acc. abs.) as a reward for your resemblance, E.Hel.77, cf. HF1370; ἀ. ἑαυτῶν ἔχειν Pl.Ti.83a; ἀ. ἀδικημάτων advantage, fruit of them, Luc.Tyr.5.

German (Pape)

[Seite 310] ἡ, der Genuß, Thuc. 2, 38; bes. vom Essen u. Trinken, Ath. I, 6 c; σίτων καὶ ποτῶν Xen. Mem. 2, 1, 33; ἑαυτῶν – ἔχειν Plat. Tim. 83 a; ἀγαθῶν Isocr. 1, 27; öfter bei Sp., wie Luc.; auch = Vergeltung, ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἄν, zur V. für deine Gestalt, Eur. Hel. 76; – τροφῆς, das Gedeihen der Nahrung, Verdauung, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλαυσις: -εως, ἡ, τὸ ἀπολαύειν, ἀπόλαυσις ὡς καὶ νῦν Θουκ. 2. 38. ΙΙ. τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀπολαύσεως, ἡδονή, τέρψις, αἱ ἀπ. αἱ σωματικαὶ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 23, πρβλ. Ἡθ. Ν. 7. 4, 2· ὁ κατ' ἀπόλαυσιν βίος, ὁ ἐν ἡδοναῖς βίος, ὁ αὐτ. Τοπ. 1. 5, 9, κτλ. 2) μετὰ γεν. ἡ ἔκ τινος ὠφέλεια, σίτων καὶ ποτῶν Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 33, πρβλ. Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 12· ἀγαθῶν Ἰσοκρ. 7Ε· ἀπόλαυσιν εἰκοῦς (αἰτ. ἀπόλ.), ὡς ἀνταμοιβὴν διὰ τὴν σὴν ὁμοιότητα, Εὐρ. Ἑλ. 77, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1370· ἀπ. ἑαυτῶν ἔχειν Πλάτ. Τίμ. 83A· ἀπ. ἀδικημάτων, ἡ ὠφέλεια, ὁ καρπὸς αὐτῶν, Λουκ. Τυρανν. 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de jouir de ; jouissance qu’on retire de qch ; particul. jouissance matérielle, plaisir des sens.
Étymologie: ἀπολαύω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 uso provechoso, disfrute, goce c. gen. obj., en buena parte σίτων καὶ ποτῶν X.Mem.2.1.33, ἀγαθῶν Isoc.1.27, cf. I.AI 4.42, τερπνῶν ὕπνων E.IT 454, πλούτου Th.2.42, sexualmente παίδων καὶ γυναικῶν Epicur.Ep.[4] 132.1, ἡδονῶν Plu.2.33a, μετὰ ... τῆς τοῦ ἥδεσθαι ἀπολαύσεως Porph.Sent.32, πρόσκαιρος ... ἁμαρτίας ἀπόλαυσις Ep.Hebr.11.25, τῆς ... κοινωνίας I.AI 2.52, cf. Ast.Am.Hom.1.8.2
provecho de los humores del cuerpo ἑαυτῶν Pl.Ti.83a
fig. de la fama πατρὸς ἀπόλαυσιν καλήν la más bella herencia de un padre E.HF 1370
en mala parte ἀπόλαυσιν μόνος ἐκαρποῦτο τῶν ἀδικημάτων Luc.Tyr.5
irón. recompensa εἰκοῦς ... Διὸς κόρης E.Hel.77
abs. mismo sent., ref. a los productos de Atenas y del extranjero, Th.2.38, τὰς ἐν ἀπολαύσει κειμένας (ἡδονάς) (los placeres) que subyacen en el goce Epicur.Ep.[4] 131.9, de la riqueza ἀπόλαυσις ἄνευ φροντίδος Secund.Sent.16, cf. Hp.VM 11, ITemple of Hibis 4.8 (I d.C.), τοῖς πλουσίοις ... παράγγελλε ... εἰς ἀπόλαυσιν ἀγαθοεργεῖν 1Ep.Ti.6.17
tendencia al placer ἀπόλαυσιν γὰρ δεῖ ὑπολαμβάνειν πᾶν ὃ ἔξεστι κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν ἐνεργεῖν M.Ant.10.33.
2 placer σωματικαί Arist.Pol.1314b28, EN 1148a5, ὁ κατ' ἀπόλαυσιν ... βίος la vida dedicada al placer Arist.Top.102b17, πρὸς τρυφὰς ἀνειμένοι καὶ ἀπολαύσεις Plu.Ant.90, cf. 91, πρὸς δὲ τὰς ἀναλήψεις ἀπόλαυσιν ἔχει πλείω Mnesith.Ath.38.40, ὥρμησαν πρὸς ἀπόλαυσιν καὶ μέθην Plb.5.48.1, ἐπιθυμία ... ἀπολαύσεως Plb.8.10.9, ὄρεξις ... τῆς ἀπολαύσεως Plu.2.279e, τὴν ἐνθάδε ἀπόλαυσιν 2Ep.Clem.10.3, cf. E.Ep.5.45, Aristaenet.2.1.27, 1Ep.Clem.20.10
alegría c. gen. obj. σωτηρίας LXX 3Ma.7.16
personif. en inscr. en los baños SEG 26.438.4 (Argos V d.C.), en una estatua IGLS 871 (Antioquía V d.C.).
3 felicidad material, medios de vida, PFlor.296.11 (VI d.C.).

English (Strong)

from a comparative of ἀπό and lauo (to enjoy); full enjoyment: enjoy(-ment).

English (Thayer)

ἀπολαυσεως, ἡ (from ἀπολαύω to enjoy), enjoyment (Latin fructus): εἰς ἀπόλαυσιν to enjoy); ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, pleasure born of sin). (In Greek writings from (Euripides and) Thucydides down.)

Greek Monotonic

ἀπόλαυσις: -εως, ἡ (ἀπολαύω
1. απόλαυση, τέρψη, ηδονή, σε Θουκ., Αριστ.
2. με γεν., ωφέλεια που αποκτάται από κάτι, σε Ξεν.· ἀπόλαυσιν εἰκοῦς (αιτ. απόλ.), ως ανταμοιβή για την ομοιότητά σου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόλαυσις: εως ἡ
1) (ис)пользование, потребление (sc. τῶν ἀγαθῶν Thuc., Isocr.); вкушение (σίτων καὶ ποτῶν Xen.);
2) наслаждение, удовольствие (ἀπολαύσεις σωματικαί Arst.);
3) воздаяние (ἀδικημάτων Luc.): ἀπόλαυσίν τινος Eur. в воздаяние за что-л.

Middle Liddell

ἀπολαύω
1. enjoyment, fruition, Thuc., Arist.
2. c. gen. advantage got from a thing, Xen.; ἀπόλαυσιν εἰκοῦς (acc. absol.) as a reward for your resemblance, Eur.